19 Ιουν 2018
Αμετάκλητο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος για το οποίο αυτή είχε ασκηθεί, δεν αποτελεί αμετάκλητη απόφαση με την οποία “αθωώθηκε” ο διωχθείς, και, ως εκ τούτου, δεν δεσμεύει τα αρμόδια για την διαπίστωση παράβασης της τελωνειακής/φορολογικής νομοθεσίας όργανα της εκτελεστικής εξουσίας και τα διοικητικά δικαστήρια, δεδομένου ότι τέτοιο βούλευμα ερείδεται στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης, συνεπεία της παραγραφής (ήτοι της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ασκηθεί η ποινική αξίωση της Πολιτείας), και όχι σε εκτίμηση για τη διάπραξη ή μη του αδικήματος. Με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το εκ των υστέρων επιλαμβανόμενο διοικητικό δικαστήριο, που κρίνει επί της διοικητικής παράβασης της λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την οικεία αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ή το οικείο αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα δικαστικού συμβουλίου, αλλά υποχρεούται να τη/το συνεκτιμήσει και, δη, κατά τρόπο ειδικό, ώστε, εφόσον αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, να μην καταλείπονται εύλογες αμφιβολίες ως προς το σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης/διαδικασίας. Εξάλλου, το διοικητικό δικαστήριο, κρίνοντας υπόθεση διοικητικής παράβασης λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από τυχόν αμετάκλητο βούλευμα που παύει τη σχετική ποινική δίωξη εναντίον του προσφεύγοντος, λόγω παραγραφής του ποινικού αδικήματος της λαθρεμπορίας, ούτε, άλλωστε, ενόψει της αιτιολογικής βάσης τέτοιου βουλεύματος ανακύπτει ζήτημα συνεκτίμησής του από το διοικητικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της κρίσης του για τη διάπραξη ή μη της επίμαχης διοικητικής παράβασης.