9 Ιουλ 2025
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 2241/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρίας, τροποποιήθηκε η σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) της ενδικοφανούς προσφυγής κατά του …/28.6.2013 οριστικού φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2012 (χρήση 2011), καθορίστηκε το φορολογητέο εισόδημά της για την ανωτέρω και προσδιορίστηκε ο πρόσθετος φόρος. Η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου για την κατανομή του βάρους απόδειξης, η οποία εξηνέχθη καθ’ ερμηνεία του άρθρου 51Β § 2 Ν.2238/1994, που προβλέπει τη μη αναγνώριση δαπανών “εκτός αν ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίου με σκοπό τη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή”, είναι ορθή. Και τούτο διότι πράγματι, εάν ο φορολογούμενος ανταποκριθεί καταρχήν στο βάρος που του επιρρίπτει ο νόμος και προσκομίσει στοιχεία για να αποδείξει ότι οι δαπάνες του είναι πραγματικές και συνήθεις, εναπόκειται στη συνέχεια στη φορολογική αρχή να αμφισβητήσει συγκεκριμένα τα στοιχεία αυτά. Η δε κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου περί του ότι η φορολογική αρχή δεν αμφισβήτησε τα εν λόγω στοιχεία έχει την έννοια της ανέλεγκτης αναιρετικά διαπίστωσης και εκτίμησης του δικαστηρίου της ουσίας ότι, καθώς η φορολογική αρχή δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης που της αναλογεί, δεν ηδύνατο, ελλείψει στοιχείων και ισχυρισμών, το δικάσαν δικαστήριο να αμφισβητήσει περαιτέρω, επί της ουσίας, τα στοιχεία που προσκόμισε ο φορολογούμενος και ότι έκρινε ότι ο τελευταίος απέδειξε τον πραγματικό και συνήθη χαρακτήρα των ένδικων συναλλαγών. Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ως αβάσιμη, καθ’ ο μέρος ο λόγος αναφερόταν σε νομικό ζήτημα σχετιζόμενο με το βάρος απόδειξης των διαδίκων, και ως απαράδεκτη, καθ’ο μέρος αμφισβητήθηκε η ορθότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης, η οποία δεν εμπίπτει στο περιεχόμενο του κατά το άρθρο 53 § 3 Π.Δ.18/1989 αναιρετικού ελέγχου.