30 Ιαν 2024
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε να επιδικασθεί στην αιτούσα το ποσό των 8.000 ευρώ πλέον οποιουδήποτε φόρου δύναται να επιβληθεί επί του ποσού αυτού, ως δίκαιη ικανοποίηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 για την ηθική βλάβη που υπέστη από την καθυστέρηση εκδίκασης της υποθέσεώς της, επί της οποίας εκδόθηκε η 441/2023 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα χρονικά διαστήματα από 16.5.2020 έως 31.5.2020, από 30.11.2020 έως 7.12.2020 και από 16.3.2021 έως 22.3.2021, κατά τα οποία αναβλήθηκε η υπόθεση χάριν προστασίας της δημόσιας υγείας, δεν ήταν μεγάλης διάρκειας σε σχέση με τον συνολικό χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης και ο μη υπολογισμός τους δεν επηρεάζει το ύψος της αποζημίωσης που τυχόν πρέπει να επιδικασθεί. Συνεπώς, η περίοδος, η οποία είναι, καταρχήν, ληπτέα υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης άρχισε στις 23.3.2018 με την κατάθεση της αίτησης ακύρωσης και έληξε στις 15.3.2023 με τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης, όπως, άλλωστε, το καταληκτικό σημείο της διαδικασίας προσδιορίζεται από την ίδια την αιτούσα με το δικόγραφο της αίτησης. Με τα δεδομένα αυτά, η διαδικασία διήρκεσε σχεδόν πέντε (5) έτη. Εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η αιτούσα συνέβαλε με τη συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης. Το έγγραφο με τις απόψεις της Διοίκησης και ο διοικητικός φάκελος περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 19.6.2020 και, επομένως, κατά τούτο, υπήρξε κάποια μικρή συμβολή στην επιβράδυνση του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης. Οκτώ (8) εκ των αναβολών της συζήτησης χορηγήθηκαν από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, οι λοιπές δε τρεις (3) χορηγήθηκαν για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Εξάλλου, το βασικό ζήτημα που επιλύθηκε με την απόφαση αφορούσε, κυρίως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποβάλλεται και καθίσταται εξεταστέο από τη Διοίκηση αίτημα ιδιοκτήτη ακινήτου για την αποζημίωσή του, με κάποιον από τους προβλεπόμενους στις οικείες διατάξεις εναλλακτικούς τρόπους, στην περίπτωση επιβολής περιορισμών στο ακίνητο, για λόγους σχετικούς με την εφαρμογή της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Το εν λόγω, πάντως, ζήτημα, αν και, είχε, καταρχήν, αντιμετωπισθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, συναρτάτο, εν προκειμένω με την εκτίμηση και αξιολόγηση διαφόρων στοιχείων φακέλου, και, ως εκ τούτου, δεν ήταν απλό ή ευχερές να επιλυθεί κατά την υπαγωγή του. Τέλος, ναι μεν η αιτούσα δεν συνέδεσε το αντικείμενο της υπόθεσης με τον βιοπορισμό και τη διαβίωσή της, πλην το κριθέν ζήτημα αφορούσε στο δικαίωμα ιδιοκτησίας και στη ματαίωση ενάσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας της αιτούσας επί της επίμαχης έκτασης. Συνεπώς το διακύβευμα της υπόθεσης ήταν σημαντικό για την αιτούσα. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο, έκρινε ότι το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η εκδίκασή της, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, ούτε, άλλωστε, τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε, πράγματι, στην αιτούσα ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας κρίθηκε δικαιολογημένη, ως δίκαιη ικανοποίηση, η επιδίκαση σε αυτήν ευλόγου χρηματικού ποσού.