23 Ιουν 2020
Η προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, με την οποία, κατά τα αμέσως ανωτέρω, έγινε αποδεκτή η απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και η εισήγηση του Προέδρου της, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, και αναγνωρίστηκε το, κατά το κανονικό δίκαιο, δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη ως προς την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος, καθώς και το προνόμιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών να χειριστεί περαιτέρω το ζήτημα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας της Ουκρανίας, αφορά εσωτερικό εκκλησιαστικό ζήτημα σχετικό με την διάρθρωση της καθόλου Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και τις διορθόδοξες σχέσεις, δηλαδή τις σχέσεις των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ τους και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από το κανονικό δίκαιο - γραπτό (17ος κανόνας της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου και 38ος της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου) και εθιμικό - και όχι από πολιτειακούς κανόνες, οι οποίοι ουδέν προβλέπουν επί των ζητημάτων αυτών, δεν συνεπάγεται δε έννομες συνέπειες στην κατάσταση και τις αρμοδιότητες πολιτειακών οργάνων. Με το ως άνω περιεχόμενο, η προσβαλλόμενη πράξη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, καθώς και το θεωρούμενο ως συμπροσβαλλόμενο, από 21-10-2019 Ειρηνικό Γράμμα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κο Επιφάνιο, που αναφέρονται σε ζήτημα το οποίο δεν ρυθμίζεται από το πολιτειακό, αλλά αποκλειστικά από το κανονικό δίκαιο, δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις εκκλησιαστικής αρχής αλλά πράξεις με πνευματικό αμιγώς χαρακτήρα, και συνεπώς απαραδέκτως προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επίσης, στην προκειμένη περίπτωση, ο χαρακτήρας της πράξεως ως εκτελεστής ή μη δεν εξαρτάται από τη νομιμότητα της διαδικασίας που τηρήθηκε για την έκδοσή της, δοθέντος κατά το ρυθμιστικό της μέρος, από το οποίο αποκλειστικώς κρίνεται η εκτελεστότητά της, η πράξη αυτή ανάγεται σε ζήτημα αμιγώς εκκλησιαστικής τάξεως το οποίο έχει αποκλειστικώς εκκλησιολογικής τάξεως συνέπειες (εγγραφή του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ουκρανίας στα δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος και μνημόνευσή του κατά την Θεία Λειτουργία), τυχόν δε ακύρωσή της δεν επιφέρει έννομες συνέπειες από την άποψη του πολιτειακού δικαίου. Τέλος, ο χαρακτήρας της ως άνω πράξεως, δεν επηρεάζεται ούτε από τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α´ του άρθρου 4 του ν. 590/1997 «Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», σύμφωνα με την οποία (περίπτωση), η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, μεταξύ άλλων: «Μεριμνά ... δια την ενότητα της Πίστεως, ως και δια την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και ρυθμίζει τας σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά των ετεροδόξων» και τούτο διότι, εν πάση περιπτώσει, η απονεμόμενη από τον τυπικό νόμο αυτή αρμοδιότητα στην Ιερά Σύνοδο δεν προδικάζει τον χαρακτήρα των πράξεων δια των οποίων αυτή ασκείται ως εκτελεστών ή όχι.