Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

23 Ιουλ 2021

ΟλΣτΕ 909/2021: Αρμοδιότητα του ΣτΕ επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξης επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης σε τελικό δικαιούχο χρηματοδότησης από ΕΣΠΑ

Από την χρήση του όρου “ιδίως” στο άρθρο 98 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι δύναται να υπάγεται από τον νομοθέτη στην ειδική δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και η εκδίκαση κατηγορίας διαφορών, η οποία είναι απολύτως συναφής προς τις ανατεθείσες ρητώς από το Σύνταγμα με την περίπτωση στ΄ της ανωτέρω παραγράφου 1, όπως διαφορές από τον καταλογισμό άλλων φορέων που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή υλικό, κατ’ ενάσκηση σχετικής εξουσίας, η οποία τους έχει ειδικώς αναγνωρισθεί, όταν κατά την άσκηση τέτοιων διαχειριστικών πράξεων και οι ενεργούντες αυτές προσλαμβάνουν ιδιότητα δημοσίου υπολόγου. Δεν έχει, όμως, η χρήση του ως άνω όρου “ιδίως” την έννοια ότι και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία φυσικών ή νομικών προσώπων, η οποία λαμβάνει οικονομικές παροχές από δημόσιους πόρους και καθίσταται, με την ιδιότητα του ωφελούμενου διοικούμενου, δικαιούχος των παροχών αυτών, εξομοιώνεται με δημόσιο υπόλογο και υπάγεται στην ως άνω ειδική δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκ μόνου του λόγου ότι ως δικαιούχος υπόκειται, κατά νόμον, σε δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις και έλεγχο, κατά την διάθεση των παροχών που έλαβε, στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικής του ή και άλλης δραστηριότητας, όπως π.χ. μη κερδοσκοπικής, προκειμένου οι παροχές να διατίθενται για την εξυπηρέτηση των συναφών δημοσίων σκοπών. Η κρίση, τέλος, περί της φύσεως της διαφοράς ως κριτηρίου για τη διάκριση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων δεν εξαρτάται από την ερμηνεία του νόμου, αλλά ανάγεται στο ίδιο το Σύνταγμα και στις διατάξεις του περί καθορισμού της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Από τις διατάξεις του τομεακού κανονισμού 1083/2006 και του εκδοθέντος προς εφαρμογή του κανονισμού 1828/2006, σε συνδυασμό με την σχετική εθνική νομοθεσία, ιδίως δε με τις διατάξεις του αναπτυξιακού ν. 3614/2007 και των νόμων 2362/1995 και 4270/2014 περί δημόσιου λογιστικού [βλ. τα άρθρα 105 και 124, αντιστοίχως, σύμφωνα με τα οποία οι διαχειριστές κοινοτικών πόρων/πόρων της ΕΕ θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και υπόκεινται στις οικείες διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων], προκύπτει ότι διαχειριστές των διατιθέμενων πόρων της ΕΕ, όπως και εθνικών πόρων, στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ προγραμματικής περιόδου 2007-2013 είναι οι οριζόμενες από το κράτος μέλος ως αρμόδιες για τη διαχείριση των πόρων αυτών αρχές, όπως η “Διαχειριστική Αρχή” και ο “Ενδιάμεσος Φορέας Διαχείρισης” ή άλλες αρχές που ορίζονται από το κράτος μέλος ως αρμόδιες για τη διαχείριση των πόρων τούτων, οι οποίες, ως ασκούσες την απονεμηθείσα σε αυτές από την νομοθεσία εξουσία διαχείρισης με την έκδοση σχετικών πράξεων διαχείρισης, θεωρούνται, και κατά τα ρητώς προβλεπόμενα στα άρθρα 105 του ν. 2362/1995 και 124 του ν. 4270/2014, υπόλογοι για τη σύννομη διαχείριση των εν λόγω πόρων και ευθύνονται κατά τις διατάξεις περί δημοσίων υπολόγων. Αντιθέτως, κατά τις αυτές ως άνω διατάξεις, στο σύστημα εφαρμογής των χρηματοδοτικών παρεμβάσεων των διαρθρωτικών Ταμείων, οι τελικοί δικαιούχοι ενισχύσεων προερχόμενων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, κατά την υλοποίηση των συγχρηματοδοτούμενων από τα Ταμεία πράξεων επιχειρησιακού προγράμματος, ήτοι των πράξεων που έχουν επιλεγεί προς χρηματοδότηση από την οικεία αρμόδια αρχή, δεν αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διαχείριση ενισχύσεων, με την έκδοση πράξεων διαχείρισης κατ’ ενάσκηση σχετικής εξουσίας, και δεν αποτελούν, ως εκ τούτου, διαχειριστές πόρων της ΕΕ και, συνεπώς, ex lege δημοσίους υπολόγους. Το γεγονός ότι ο δικαιούχος, π.χ. ο επιχειρηματικός φορέας -φυσικό ή νομικό πρόσωπο- που επελέγη προς χρηματοδότηση, καθίσταται, ως λήπτης της χρηματοδότησης, αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σε ό,τι αφορά την ορθή και σύννομη υλοποίηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου της χρηματοδοτούμενης πράξης, δεν τον καθιστά διαχειριστή πόρων της ΕΕ και δεν του προσδίδει την ιδιότητα του υπολόγου. Συνακολούθως, ο καταλογισμός εις βάρος του δικαιούχου-λήπτη της ενίσχυσης ορισμένου ποσού, ως αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος, δεν αποτελεί καταλογισμό σε βάρος δημοσίου υπολόγου, οι δε σχετικές πράξεις δεν αποτελούν πράξεις ελέγχου λογαριασμών δημοσίου υπολόγου και δεν ανήκουν στην ειδική, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ του Συντάγματος [βλ. και άρθρο 80 του ν. 4129/2013], δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς εκδίκαση των ρητώς προσδιοριζόμενων στο Σύνταγμα διοικητικών διαφορών. Τα ανωτέρω ισχύουν υπό την επιφύλαξη ότι δεν συντρέχει περίπτωση υπαγωγής του δικαιούχου - λήπτη της ενίσχυσης στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατ’ εφαρμογή των αυτών συνταγματικών διατάξεων, βάσει του καθεστώτος που τον διέπει ως προς διαφορές ανακύπτουσες από τον έλεγχο [προληπτικό και κατασταλτικό] των λογαριασμών του, όπως συμβαίνει όταν λήπτης της ενίσχυσης είναι το Δημόσιο, οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου ή δεύτερου βαθμού, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή άλλο νομικό πρόσωπο, ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών του οποίου έχει υπαχθεί, με ειδική διάταξη νόμου, στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον και οι φορείς αυτοί ενδέχεται να περιλαμβάνονται στους δικαιούχους. Εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες πράξεις, με τις οποίες επιβλήθηκε εις βάρος της αιτούσας εταιρείας, ως ιδιώτη τελικού δικαιούχου, δημοσιονομική διόρθωση για ποσό επιχορήγησης αχρεωστήτως ή και παρανόμως καταβληθέν σε αυτήν, με την αιτιολογία ότι η δαπάνη για την οποία της καταβλήθηκε το εν λόγω ποσό δεν είναι “επιλέξιμη”, κατά τα κριτήρια της οικείας νομοθεσίας, και αποφασίσθηκε η ανάκτηση του επίμαχου ποσού από την λαβούσα δικαιούχο, υπόκεινται, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 1, 95 παρ. 1, 98 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και όχι σε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον δεν υπάγονται στο αντικείμενο της κατά τις αυτές συνταγματικές διατάξεις ειδικής δικαιοδοτικής του αρμοδιότητας. Εφόσον δε η άνω κρίση περί της δικαιοδοσίας ανάγεται σε ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος, δεν ανακύπτει ζήτημα παραπομπής της υπόθεσης στο ΑΕΔ. Εξ άλλου, διαφορές που γεννώνται από την προσβολή πράξεων, όπως οι επίδικες, ενόψει της ειδικής φύσης του νομοθετικού πλαισίου που τις διέπει, δεν υπάγονται, ως διαφορές ουσίας, στην αρμοδιότητα των Διοικητικών Πρωτοδικείων, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 περ. στ΄ του ν. 1406/1983, όπως ισχύει, αλλά στην γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ.

 

 

Σύνδεσμος

 
ΟλΣτΕ 909/2021 - Πλήρες κείμενο