13 Ιουν 2025
Με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα, πρώην Ευρωβουλευτής, ζήτησε την ακύρωση της 16/2024 απόφασης της ΑΠΔΠΧ κατά το μέρος που επιβλήθηκε πρόστιμο 40.000 ευρώ για παραβάσεις της νομοθεσίας περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι παραβάσεις αυτές αφορούν επεξεργασία δεδομένων των εκλογέων οι οποίοι ήταν εγγεγραμμένοι στον ειδικό εκλογικό κατάλογο εξωτερικού για τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023. Στην προκειμένη περίπτωση, τα προσωπικά δεδομένα των εκλογέων εξωτερικού που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία από την αιτούσα προέρχονταν από τους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού, οι οποίοι τηρούνται από το ΥΠ.ΕΣ. και περιέχουν, μεταξύ άλλων δεδομένων, τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλέφωνα επικοινωνίας. Για τους ως άνω ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 23 Π.Δ. 26/2012, με επιφυλάξεις. Μπορεί, δηλαδή, αντίτυπα των εκλογικών αυτών καταλόγων να διατίθενται από το ΥΠ.ΕΣ. στους οριζόμενους δικαιούχους, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές, με σκοπό τη διευκόλυνση της άμεσης επικοινωνίας των κομμάτων και των υποψηφίων με τους εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους εκλογείς κατά τις προεκλογικές περιόδους. Η εν λόγω επεξεργασία προσωπικών δεδομένων βρίσκει νόμιμο έρεισμα όσον αφορά το ΥΠ.ΕΣ., ως υπεύθυνο επεξεργασίας για τη διαβίβαση των εκλογικών καταλόγων στα κόμματα και τους υποψηφίους, στο άρθρο 6 § 1 περ. ε΄ του ΓΚΠΔ, διότι αποτελεί επεξεργασία απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος, το οποίο εκτελείται για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, φορέας του οποίου είναι η πολιτεία. Συνεπώς, βάσει της ιδιότητας της αιτούσας ως ευρωβουλευτού ή υποψήφιας ευρωβουλευτού, η επεξεργασία από αυτήν προσωπικών δεδομένων που περιέχονται σε εκλογικούς καταλόγους δεν μπορούσε να έχει ως νόμιμο έρεισμα τη διάταξη του άρθρου 6 § 1 στοιχ. ε΄ του ΓΚΠΔ, διότι η αιτούσα δεν είναι φορέας δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Επίσης, η επίμαχη επεξεργασία δεν θα μπορούσε να βρει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 στοιχ. ε΄ του ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με την § 3 του ίδιου άρθρου, δοθέντος ότι η επεξεργασία δεδομένων που αντλούνται από τους εκλογικούς καταλόγους τελεί υπό συγκεκριμένους όρους της εκλογικής νομοθεσίας, οι οποίοι δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω. Περαιτέρω, το περιεχόμενο του άρθρου 6 § 1 στοιχ. στ΄ του ΓΚΠΔ συνιστά επαρκές, κατ’ αρχήν, κανονιστικό πλαίσιο για τη ρύθμιση και την άρση σε ατομικό επίπεδο, κατόπιν στάθμισης, κάθε σύγκρουσης με το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία μπορεί να προκύψει λόγω της άσκησης από τον υπεύθυνο επεξεργασίας άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως τα δικαιώματα στην ελευθερία εκφράσεως και πληροφορήσεως. Ο έλεγχος, εξ άλλου, της νομιμότητας της επεξεργασίας κατά την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιβάλλεται ακόμη και στην περίπτωση που δεν έχει θεσπισθεί σε εθνικό επίπεδο ειδικότερο πλαίσιο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85 του ΓΚΠΔ, για τον «συμβιβασμό» (εναρμόνιση) του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης. Υπό την ισχύ του Ν. 4624/2019, υφίσταται επαρκής ρύθμιση για τον ανωτέρω αναγκαίο «συμβιβασμό» (εναρμόνιση) σε ό,τι αφορά ιδίως την πολιτική επικοινωνία. Η αιτούσα ήταν σε θέση να διαγνώσει τα νόμιμα όρια στη χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στους εκλογικούς καταλόγους, κατά τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση. Εν προκειμένω, η ΑΠΔΠΧ νομίμως θεώρησε ότι η αιτούσα παραβίασε τον ΓΚΠΔ, εφόσον χρησιμοποίησε, χωρίς να έχει δικαίωμα, τους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού, με συνέπεια η συγκεκριμένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να μην μπορεί να βρει νόμιμο έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 στοιχείο στ΄ του ΓΚΠΔ. Υπό τις περιστάσεις εξ άλλου που, η ανωτέρω παραβίαση έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση, δεν ανακύπτει ζήτημα ειδικότερης στάθμισης μεταξύ των συμφερόντων της αιτούσας, ως υπευθύνου επεξεργασίας, και των συμφερόντων των υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Και τούτο διότι, αν και μια τέτοια στάθμιση δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσουν ορισμένη επεξεργασία, ακόμη και χωρίς να τηρούνται οι όροι της νομιμότητας, τέτοιες πάντως περιστάσεις δεν συνέτρεξαν εν προκειμένω. Επιπλέον, η υποχρέωση (άρ. 14 §§ 1-3 ΓΚΠΔ) του υπευθύνου επεξεργασίας να παράσχει εντός ορισμένου χρόνου στα υποκείμενα των δεδομένων τις καθοριζόμενες από τον ΓΚΠΔ πληροφορίες αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση, απορρέουσα από την αρχή της διαφάνειας. Ως εκ τούτου, η παραβίαση της ως άνω υποχρέωσης δεν είναι δυνατό να καλυφθεί με ενέργειες ή δηλώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας, επιχειρούμενες εκτός των οριζομένων προθεσμιών. Εν προκειμένω, η αιτούσα ελέγχθηκε από την ΑΠΔΠΧ και της επιβλήθηκε διοικητική κύρωση για συγκεκριμένες πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά το μέρος που η ΑΠΔΠΧ ανέβαλε με την προσβαλλόμενη απόφαση τη λήψη οριστικής αποφάσεως για άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (Μ.Σ., Ν.Θ., Ν.Δ.), δεν προσέβαλε τα δικαιώματα υπερασπίσεως της αιτούσας ούτε, εξ άλλου, υφίσταται αυτοτελής ουσιώδης τύπος της διαδικασίας κατά τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ή τον Κανονισμό Ακροάσεων της ΑΠΔΠΧ ή και κατά τις γενικές αρχές του δικαίου, ο οποίος θα επέβαλλε στην Αρχή την από κοινού διεξαγωγή της υποθέσεως για όλους τους εμπλεκομένους. Επίσης, τα δεδομένα και οι περιστάσεις που ελήφθησαν υπόψη από την ΑΠΔΠΧ για την επιμέτρηση του προστίμου που επιβλήθηκε στην αιτούσα ανταποκρίνονται στα κριτήρια του ΓΚΠΔ και ιδίως όσα αφορούν τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, τη φύση, την έκταση και τον σκοπό της επεξεργασίας, τον αριθμό των υποκειμένων των δικαιωμάτων που έθιξε η παράβαση και τον βαθμό ζημίας που αυτά υπέστησαν, τον δόλο ή την αμέλεια που προκάλεσε την παράβαση, καθώς και τις κατηγορίες δεδομένων που επηρεάσθηκαν από αυτήν. Το γεγονός ότι η ΑΠΔΠΧ έλαβε υπόψη και ελαφρυντικές για την αιτούσα περιστάσεις δεν καθιστά αντιφατική την αιτιολογία της επιμέτηρησης του προστίμου, ενώ το γεγονός ότι η αιτούσα δεν έχει πλέον την ιδιότητα πολιτικού δεν αναιρεί την προληπτική λειτουργία του προστίμου σε σχέση με τον αποτελεσματικό και αποτρεπτικό του χαρακτήρα. Τέλος, το ύψος του επιβληθέντος προστίμου (40.000 ευρώ), το οποίο τείνει, σε κάθε περίπτωση, προς το κατώτατο επίπεδο του προβλεπομένου, αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς και δεν υπερβαίνει το κατά την αρχή της αναλογικότητας αναγκαίο μέτρο. Κατόπιν τούτων, το ΣτΕ απέρριψε την κρινόμενη αίτηση.