25 Ιουλ 2023
Με την κρινόμενη αίτηση το αιτούν Σωματείο Εργαζομένων Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.) ζήτησε την ακύρωση: α) της Δ1α/ΓΠ.οικ.50933/13.8.2021 απόφασης του Υπουργού Υγείας και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας «Διαδικασία και λόγοι απαλλαγής από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού» (Β΄ 3794) και β) του 34298/2021 εγγράφου της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Ε.Κ.Α.Β.. Το Σωματείο, με έννομο συμφέρον, στρέφεται κατά της Δ1α/Γ.Π.οικ. 50933/13.8.2021 κανονιστικής απόφασης του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, αμφισβητώντας την επιβαλλόμενη στα μέλη του αιτούντος υποχρέωση εμβολιασμού κατά του covid-19, απειλουμένης, σε περίπτωση αρνήσεως, της λήψεως του μέτρου της αναστολής καθηκόντων. Από την ερμηνεία των άρθρων 2 § 1, 4 § 1, 5, 7 § 2, 21 § 3, 22 § 4 και 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ως εκ τούτου, το Κράτος υποχρεούται προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία εκάστοτε θετικά μέτρα που αποβλέπουν στην προστασία της δημόσιας υγείας, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους εξ άλλου παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του. Τονίζεται ότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφάνισης ιού που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα πρόκλησης σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμα και κίνδυνο για τη ζωή τους, το Κράτος, με γνώμονα την αρχή της προφύλαξης, οφείλει να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης της ασθένειας, και, κατ’ επέκταση, τη μείωση της πίεσης που ασκείται επί των υπηρεσιών υγείας, έως ότου εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση αποτελεσματικής αντιμετώπισής της. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, ο οποίος διενεργείται με σκοπό την προστασία της υγείας, ως το πλέον κατάλληλο, πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο, συνιστά μεν σοβαρή παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου, και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην όμως συνταγματικώς ανεκτή, εφ’ όσον προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται. Η αρχή του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου αποτελεί θεμελιώδη αρχή, η οποία διέπει το δίκαιο (ΕΣΔΑ και εθνικό), άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 § 1 Σ) και το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5 § 1 Σ). Ειδικότερη έκφανση της ως άνω αρχής αποτελεί, στο πεδίο της ιατρικής φροντίδας, η παροχή συναίνεσης του ασθενούς πριν από την πραγματοποίηση ιατρικών πράξεων, η οποία προϋποθέτει την προηγούμενη ενημέρωση του ενδιαφερομένου. Ωστόσο το δικαίωμα σε προηγούμενη ενημέρωση και στην παροχή συναίνεσης δεν είναι απόλυτο, αλλά υποχωρεί όταν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφ’ όσον τούτο προβλέπεται από τον νόμο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, τα δεδομένα που έχει συλλέξει ο Π.Ο.Υ. από την παγκόσμια επιτήρηση του covid-19 καταλήγουν στο ότι το 14% των κρουσμάτων που αναφέρονται στον Π.Ο.Υ. είναι ανάμεσα σε υγειονομικούς. Ως εκ τούτου, ο μετριασμός και η μείωση του κινδύνου είναι ουσιώδεις για την προστασία της υγείας των υγειονομικών και τη μείωση της εξάπλωσης της νόσου. Όπως, άλλωστε, και στις άλλες πολιτικές δημόσιας υγείας, έτσι και οι αποφάσεις για υποχρεωτικό εμβολιασμό θα πρέπει να υποστηρίζονται από την καλύτερη διαθέσιμη απόδειξη και θα πρέπει να λαμβάνονται από νόμιμες υγειονομικές αρχές με τρόπο διαφανή, δίκαιο και χωρίς διακρίσεις. Δυνάμει του άρθρου 206 του Ν. 4820/2021, υποχρεώθηκε το προσωπικό που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού (μεταξύ του οποίου και οι εργαζόμενοι στο Ε.Κ.Α.Β.) να εμβολιασθεί κατά του κορωνοϊού covid-19. Σημειώνεται ότι η χρήση ηπιότερων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως η υποχρεωτική χρήση μάσκας και η συχνή διενέργεια διαγνωστικών ελέγχων, εν όψει του χώρου εργασίας και της φύσεως των καθηκόντων του απασχολούμενου στις δομές υγείας και στο Ε.Κ.Α.Β. προσωπικού, που επιβάλλει τη συχνή επαφή του με ασθενείς, δεν επαρκούν κατά την κρίση του νομοθέτη για την ανάσχεση της πανδημίας, ιδίως εν όψει της μεταλλάξεως «Δέλτα», η οποία διακρίνεται για τη μεταδοτικότητά της. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις συνέπειες του μη εμβολιασμού του προσωπικού που απασχολείται στις δομές υγείας, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα κρατούντα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα κατά τον χρόνο θέσπισης της υποχρέωσης εμβολιασμού του προσωπικού αυτού, έκρινε ότι, για την προστασία της δημόσιας υγείας, κατά των αρνούμενων αδικαιολογήτως να εμβολιασθούν, και για όσο χρόνο διαρκεί η άρνησή τους αυτή, έπρεπε να ληφθεί το μέτρο της αναστολής καθηκόντων και της μη καταβολής του μισθού για τον χρόνο ισχύος του. Ακολούθως, το κρινόμενο μέτρο δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση (Μειοψ.).