18 Μαρ 2020
Οι ορισμοί του π.δ/τος 25/2004 για τη μη χορήγηση ή αφαίρεση από την αρμόδια διοικητική αρχή διαβατηρίου σε περίπτωση ασκήσεως από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, ποινικής διώξεως για κακούργημα ή για ορισμένα πλημμελήματα, είναι συνταγματικώς κατ’ αρχήν ανεκτή. Τούτο διότι η μη χορήγηση ή αφαίρεση αυτή λαμβάνει χώρα επί τη βάσει της αποφάσεως του δικαστικού οργάνου που άσκησε την ποινική δίωξη, εκτιμώντας, με τον τρόπο αυτό, ότι συντρέχουν οι προς τούτο, κατά τους ορισμούς του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, νόμιμες προϋποθέσεις και διότι περαιτέρω, το αρμόδιο διοικητικό όργανο ουδεμία διατηρεί διακριτική ευχέρεια για την λήψη ή όχι του μέτρου αλλά υποχρεούται, εξετάζοντας απλώς, κατά δεσμία αρμοδιότητα, τη συνδρομή της προϋποθέσεως ασκήσεως ποινικής διώξεως για κακούργημα να το λάβει. Η παρεχόμενη με τις εν λόγω διατάξεις αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου έχει, όμως, ως συνταγματικό όριο την τυχόν περαιτέρω εκφερόμενη αντίθετη κρίση του κατά το Σύνταγμα και τον νόμο αρμόδιου δικαστικού οργάνου. Εάν, δηλαδή, το δικαστικό όργανο, εκκρεμούσης της ποινικής διώξεως για κακούργημα, χωρήσει σε περαιτέρω δικονομικές διαδικασίες και ενέργειες και κρίνει τυχόν, εν όψει των νεότερων δεδομένων, ότι δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα και, κατά συνεκδοχή η μη χορήγηση ή η αφαίρεση του διαβατηρίου, δεν είναι, κατά το Σύνταγμα, νοητή η εν τούτοις διατήρηση του μέτρου ευθέως εκ του νόμου ή με πράξη διοικητικού οργάνου. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, θα συνέτρεχε το άτοπο να έχει κριθεί με πράξη δικαστικού οργάνου, κατόπιν εξατομικευμένης κρίσεως, ότι δεν συντρέχουν, για μια συγκεκριμένη πράξη, τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος, οι κατά το Σύνταγμα και τον νόμο προϋποθέσεις για την διατήρηση του απαγορευτικού της ελεύθερης κυκλοφορίας Έλληνα και Ευρωπαίου πολίτη μέτρου, αλλά παρά ταύτα, το μέτρο να διατηρείται σε ισχύ, και μάλιστα για αόριστο χρόνο, είτε ευθέως εκ του νόμου, είτε δυνάμει διοικητικής πράξεως. Τούτο, διότι σε αμφότερες τις τελευταίες αυτές περιπτώσεις έχει αρχικώς εκτιμηθεί προηγούμενο στοιχείο, δηλαδή μόνη η άσκηση της ποινικής διώξεως, ενώ, ήδη, κατά την πρόοδο της δικαστικής διαδικασίας για το αυτό κακούργημα, η αρμοδίως ενεργούσα δικαστική αρχή κρίνει επιγενομένως ότι δεν δικαιολογείται , πλέον, η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου. Άλλωστε και η υπό το άρθρο 5 παρ.4 του Συντάγματος ερμηνευτική δήλωση αναφέρεται ρητά σε « απαγόρευση της εξόδου με πράξη εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης», ενώ ρητά και το ίδιο το πδ 25/2004 ορίζει στο άρθρο 1 παρ.3 , ότι «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χορήγηση διαβατηρίου σε πολίτη που εμπίπτει σε απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου, α)σε περίπτωση που με δικαστική απόφαση ή εισαγγελική διάταξη αίρεται προσωρινά η απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα...», χωρίς να συντρέχει περίπτωση στενής ερμηνείας της εν λόγω διάταξης, διότι αυτή, έστω και ως εξαιρετική, αναφέρεται σε ουσιώδη περιορισμό θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος, κατοχυρούμενου από το Σύνταγμα, χωρίς , μάλιστα να περιέχει οποιαδήποτε αντίθετη γραμματική ένδειξη. Είναι δε άμοιρο νομικής σημασίας το γεγονός ότι οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις είναι διαφορετικές και εντάσσονται σε διαφορετικό σύστημα κανόνων εσωτερικού δικαίου, εφ’ όσον πάντως, στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις αυτές έλκονται σε εφαρμογή στην αυτή νομική και πραγματική κατάσταση , οπότε η μεταξύ τους σχέση, και αν ακόμη ήσαν ισότιμες , θα εκρίνετο ερμηνευτικά, κατ’ εφαρμογή συνταγματικών κριτηρίων. Δεν νοείται δε, πάντως, η παράλληλη εφαρμογή τους να άγει σε αντιφατικά αποτελέσματα και, μάλιστα, να θέτει εκποδών ειδική και συγκεκριμένη επί της αυτής υποθέσεως επιγενόμενη απόφανση δικαστικού οργάνου. Ουδεμία δε εν προκειμένω ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι εν λόγω διατάξεις (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αφ’ενός και πδ 25/2004 αφ’ ετέρου) αναφέρονται σε εν μέρει διαφορετικά πλημμελήματα, διότι κρίσιμα εν προκειμένω δεν είναι τα διαφοροποιούμενα αυτά πλημμελήματα, αλλά ένα και το αυτό, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αποδιδόμενο κακούργημα, για τα αυτά πραγματικά περιστατικά. Ουδεμία εξάλλου εν προκειμένω ασκούν επιρροή οι διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για την δυνατότητα ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως εντός των ορίων της Ενώσεως με μόνη την επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητος, διότι εν προκειμένω κατ’ ουδένα τρόπο τίθεται το ζήτημα αυτό αλλά το διαφορετικό ζήτημα της εννοίας εθνικών συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων για τη δυνατότητα περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας ευρωπαίων πολιτών με βάση διατάξεις του εσωτερικού δικαίου. Μόνο δε αν οι εσωτερικού δικαίου αυτές διατάξεις εκρίνοντο, τυχόν, σύμφωνες με το εσωτερικό σύστημα κανόνων δικαίου, θα ανέκυπτε περαιτέρω το ζήτημα εάν είναι σύμφωνες και με τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. (Μειοψ.). Ενόψει των ανωτέρω, παρίσταται μη νόμιμη η αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία απερρίφθη από τον Προϊστάμενο του Κλάδου Ασφαλείας της Διευθύνσεως Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας της Ελληνικής Αστυνομίας το αίτημα χορηγήσεως διαβατηρίου στον αιτούντα λόγω ασκήσεως ποινικής διώξεως σε βαθμό κακουργήματος, γεγονός που απέκλειε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 περ. β΄ του π.δ. 25/2004 την ικανοποίηση του αιτήματός του. Τούτο δε διότι, μετά την έκδοση της διατάξεως του Ανακριτή του 15ου τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία ήρθη ο περιοριστικός όρος της απαγορεύσεως εξόδου από τη χώρα που είχε επιβληθεί στον αιτούντα με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η Διοίκηση υπεχρεούτο να χορηγήσει διαβατήριο στον αιτούντα. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, έγινε δεκτή η αίτηση και ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη.