Πρόσφατη νομολογία


30 Δεκ 2021

ΟλΣτΕ 2114/2021: Σύμφωνη με το Σύνταγμα η αρχή της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών

Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της 39/3.12.2020 πράξης του Διευθυντή της Δ´ Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αθήνας (Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής) του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την πράξη αυτή, η οποία εκδόθηκε κατ’ επίκληση των άρθρων 30 και 37 του ν. 682/1977, όπως αυτά ίσχυαν κατά την επίμαχη περίοδο, αποφασίσθηκε η απόλυση της δεύτερης αιτούσας, εκπαιδευτικού λειτουργού του κλάδου ΠΕ04.01 Φυσικού, στις 30.11.2020 από το ιδιωτικό σχολείο «Ιδιωτικό Εσπερινό Γενικό Λύκειο …», στο οποίο υπηρετούσε με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, κατόπιν καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της από τον ιδιοκτήτη του ανωτέρω σχολείου. Εν προκειμένω, το πρώτο αιτούν δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο (ομοσπονδία) των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών έχει έμμεσο έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης ατομικού χαρακτήρα πράξης, με την οποία αποφασίσθηκε η απόλυση της δεύτερης αιτούσας και, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση δεν ασκείται παραδεκτώς εξ επόψεως εννόμου συμφέροντος από αυτό. (Μειοψ.). Περαιτέρω, από τη συστηματική ερμηνεία των διατάξεων του ν. 682/1977, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το ν. 4713/2020, συνάγεται ότι για κάθε ουσιώδη μεταβολή στο υπηρεσιακό καθεστώς των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών προβλέπεται η έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης εκ μέρους του αρμοδίου Διευθυντή Εκπαίδευσης. Επίσης, οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 4713/2020, οι οποίες προβλέπουν αφενός τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου για όλους τους διδάσκοντες στα ιδιωτικά σχολεία, αφετέρου δε την υπαγωγή των ζητημάτων πρόσληψης, απασχόλησης και λύσης των εργασιακών τους σχέσεων στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, δεν αντίκεινται στο άρθρο 16 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος. Τούτο, δε, διότι οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην αρτιότερη και ομαλότερη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, αλλά και στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος της εκπαίδευσης, και εξασφαλίζουν στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να εκτελούν τα καθήκοντά τους για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού της παιδείας, ο οποίος έχει αναχθεί σε συνταγματικό λόγο δημοσίου συμφέροντος. Άλλωστε, η υιοθέτηση του κανόνα του εργατικού δικαίου περί της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου των ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τον εργοδότη δεν αντίκειται σε κάποια συνταγματική διάταξη ή αρχή, δεδομένου άλλωστε ότι ο νομοθέτης διαθέτει κατά το Σύνταγμα ευρεία εξουσία καθορισμού του περιεχομένου της παρεχόμενης στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς προστασίας. Ωστόσο, η αναγνώριση «διοικητικής ευελιξίας» στους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων όσον αφορά τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού τους, μέσω της κατάργησης των προγενέστερων ρυθμίσεων που προέβλεπαν την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών μόνο για συγκεκριμένους λόγους και, ενίοτε, με ιδιαιτέρως χρονοβόρες διαδικασίες, καθιστώντας έτσι δυσχερή την απομάκρυνση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών οι οποίοι ενδεχομένως ασκούσαν πλημμελώς τα καθήκοντά τους ή παραβίαζαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της υποχρέωσης σεβασμού όχι μόνον των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και των ειδικότερων διατάξεων του ν. 682/1977 σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Συνεπώς, και υπό το καθεστώς του ν. 4713/2020 το Κράτος εξακολουθεί να ασκεί πλήρως την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα εποπτεία στη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και στην υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού τους προσωπικού, ελέγχοντας την τήρηση σειράς διατάξεων του ν. 682/1977, για τις οποίες εκδίδονται οι αντίστοιχες διοικητικές πράξεις, στο πλαίσιο θέσπισης των αναγκαίων εγγυήσεων για τη διασφάλιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα, όμως, για τη διασφάλιση του αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας και καταχρηστικότητας της γενόμενης καταγγελίας προβλέπεται ο έλεγχός της από τα αρμόδια προς τούτο πολιτικά δικαστήρια, τα οποία, σε πλήρη εναρμόνιση με τα ισχύοντα για τους λοιπούς εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, εξετάζουν ιδίως εάν η καταγγελία αποτελεί αθέμιτη εργοδοτική αντίδραση σε συμπεριφορές του ιδιωτικού εκπαιδευτικού νόμιμες και συμβατικές. Υπό τα δεδομένα αυτά, υπό το καθεστώς του ν. 4713/2020, αφενός μεν οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων δικαιούνται πλέον να καταγγέλλουν τις συμβάσεις εργασίας των διδασκόντων σε αυτά αναιτιωδώς, χωρίς δηλαδή να υποχρεούνται να αναφέρουν στην σχετική δήλωση της βούλησής τους την αιτία για την οποία ασκούν το δικαίωμα της καταγγελίας, αφετέρου δε οι ως άνω εκπαιδευτικοί δύνανται να αμφισβητούν ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων την νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασής τους επικαλούμενοι το άρθρο 281 ΑΚ και προβάλλοντας συγκεκριμένους ισχυρισμούς για υπέρβαση των ορίων που θέτει η διάταξη του άρθρου αυτού στο δικαίωμα της καταγγελίας. Περαιτέρω, σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων (όπως οι δικαστικοί λειτουργοί, οι υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, οι δημόσιοι υπάλληλοι κ.α.), το Σύνταγμα δεν προβλέπει υπέρ των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών τη θέσπιση καθεστώτος "οιονεί μονιμότητας", παρά μόνον την άσκηση ελέγχου και εποπτείας επί της ιδιωτικής εκπαίδευσης και τη ρύθμιση της υπηρεσιακής τους κατάστασης, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να εξυπηρετείται η εύρυθμη και ομαλή λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και η διασφάλιση και βελτίωση της παρεχόμενης από αυτά εκπαίδευσης, στο πλαίσιο άσκησης του δημοσίου λειτουργήματός τους. Ούτε, άλλωστε, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η θέσπιση καθεστώτος μονιμότητας συνιστά εγγύηση για τη διασφάλιση της «παιδαγωγικής ελευθερίας» των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών, δεδομένου ότι τέτοια ελευθερία δεν αναγνωρίζεται, ούτε κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 16 του Συντάγματος. Και ναι μεν ο κοινός νομοθέτης θεσπίζει -όπως εκτέθηκε και σε προηγούμενη σκέψη- υπέρ των ιδιωτικών εκπαιδευτικών εγγυήσεις, άμεσα σχετιζόμενες με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, με σκοπό την αποτελεσματικότερη άσκηση του λειτουργήματός τους· εντούτοις, η συνταγματική επιταγή περί εξασφάλισης από τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια γενικής εκπαίδευσης ομοίου κατά βάση τύπου και περιεχομένου με την παρεχόμενη από τα κρατικά εκπαιδευτήρια δεν εκτείνεται, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 16 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος, μέχρι του σημείου της υποχρεωτικής ταύτισης του εργασιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με αυτό των εκπαιδευτικών της δημόσιας εκπαίδευσης. Τέλος, κρίθηκε ότι ο νομοθέτης διαθέτει κατά το Σύνταγμα ευρεία εξουσία καθορισμού του περιεχομένου, της έντασης και της έκτασης της εποπτείας, η οποία μπορεί να είναι είτε προληπτική είτε κατασταλτική και η οποία, πάντως, οφείλει να έχει ως αντικείμενο τη διασφάλιση εκπαιδευτικών υπηρεσιών ενδεδειγμένης στάθμης και, ταυτόχρονα, να σέβεται το δικαίωμα του εκπαιδευτικού φορέα στον καθορισμό του προσανατολισμού του ιδιωτικού σχολείου. Ενόψει όλων των ανωτέρω και εφόσον το Κράτος εξακολουθεί να ασκεί πλήρως κατά τα λοιπά την εποπτεία του στη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και στην υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού τους προσωπικού, η επίμαχη ρύθμιση περί αντικατάστασης, άλλως κατάργησης του ειδικότερου μόνον σταδίου της διοικητικής εποπτείας του Κράτους επί της λύσης της εργασιακής σχέσης του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 8 του Συντάγματος. (Μειοψ.).


Σύνδεσμος

ΟλΣτΕ 2114/2021 - Πλήρες κείμενο »