22 Νοε 2023
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση της 3883/2017 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της 17784/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση έχει απορριφθεί αγωγή του αποβιώσαντος συζύγου της αναιρεσείουσας, ..., τέως βουλευτή, περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως του Δημοσίου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, α) αποζημίωση για την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς του, μη καταβολή σε αυτόν, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.8.2007, κατά το οποίο ήταν εν ενεργεία βουλευτής, της μηνιαίας αποζημίωσης, ύψους 880,41 ευρώ, που κατά το αντίστοιχο διάστημα ελάμβανε ο Πρόεδρος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, και β) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την ανωτέρω αιτία. Η βουλευτική αποζημίωση καθορίσθηκε, υπό την ισχύ του προηγούμενου Συντάγματος έτους 1952, με την απόφαση της Βουλής της 22ας Δεκεμβρίου 1964 (Συνεδρίαση ΚΔ΄) και ορίσθηκε «ίση προς το σύνολον των μηνιαίων αποδοχών (μετά του ανωτάτου ορίου των πάσης φύσεως παρεχομένων επιδομάτων και προσαυξήσεων) του Ανωτάτου Δικαστικού Λειτουργού». Συνεπώς, με την απόφαση αυτή, η οποία επικυρώθηκε και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ψηφίσματος Ζ΄/1975, προσδιορίσθηκε το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης με παραπομπή στις συνολικές αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, που είναι ο Πρόεδρος των Ανώτατων Δικαστηρίων του Κράτους, υπό την έννοια ότι η βουλευτική αποζημίωση εξισώνεται με τις αποδοχές αυτές, όπως καθορίζονται από το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο, το οποίο θεσπίζεται με τυπικό νόμο. Περαιτέρω, κατά την έννοια της ανωτέρω αποφάσεως της Βουλής της 22.12.1964, η οποία, ενόψει των οικονομικών συνεπειών που έχει, πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων που ίσχυαν κατά τον χρόνο που θεσπίσθηκε η ρύθμιση και τα οποία έλαβε υπόψη της η Βουλή, ως συνολικές μηνιαίες αποδοχές του Ανώτατου Δικαστικού Λειτουργού, μαζί με τα πάσης φύσεως επιδόματα και προσαυξήσεις, νοούνται οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, αυτές δηλαδή που προσδιορίζονται σε σχέση με τους μισθούς όλης της δικαστικής ιεραρχίας με βάση το εκάστοτε ισχύον για τους δικαστικούς λειτουργούς ειδικό μισθολόγιο και οι οποίες καταβάλλονται σε αυτόν σταθερά κατά μήνα για την άσκηση των κύριων δικαστικών καθηκόντων του και την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο ως άνω ν. 3205/2003, στις αποδοχές αυτές περιλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και τα αναφερόμενα στο άρθρο 30 του εν λόγω νόμου επιδόματα και αποζημιώσεις, και συγκεκριμένα τα επιδόματα χρόνου υπηρεσίας, μεταπτυχιακών σπουδών, ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, καθώς και η οικογενειακή παροχή, η πάγια αποζημίωση (λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών) και η αποζημίωση εξόδων παράστασης. Αντιθέτως, στις ως άνω αποδοχές δεν περιλαμβάνεται και η αποζημίωση που, κατά τα άρθρα 1 παρ. 1 και 56 του Κώδικα Α.Ε.Δ. και 6 του ν. 2521/1997, παρέχεται στον Πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου, λόγω της συμμετοχής του στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο, άλλωστε, δεν είχε ιδρυθεί κατά τον χρόνο που θεσπίσθηκε η ρύθμιση περί εξομοιώσεως της βουλευτικής αποζημιώσεως με τις αποδοχές του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού (22.12.1964), με συνέπεια η λαμβανόμενη από τους Προέδρους ανωτάτων δικαστηρίων για τη συμμετοχή στο εν λόγω Δικαστήριο αποζημίωση να μην είναι μεταξύ των στοιχείων που εκτίμησε η Βουλή κατά τη λήψη της ως άνω αποφάσεώς της. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, η αποζημίωση αυτή χορηγείται στον συγκεκριμένο δικαστικό λειτουργό, όχι λόγω της άσκησης των κύριων δικαστικών καθηκόντων της θέσης του ως Προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, αλλά, κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 2521/1997, ως πρόσθετη αμοιβή και ως αντιστάθμισμα των ειδικών και πρόσθετων υπηρεσιών που παρέχει αυτός με τη συμμετοχή του, ως Πρόεδρος, στη σύνθεση του ως άνω Ειδικού Δικαστηρίου, όπως, άλλωστε, προβλέπεται, αντιστοίχως, στην ως άνω διάταξη του άρθρου 6 του ν. 2521/1997 και όσον αφορά τις αποζημιώσεις που καταβάλλονται σε δικαστικούς λειτουργούς λόγω της συμμετοχής τους στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και σε άλλες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τους ορισμούς της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ως άνω ν. 2521/1997. Εξάλλου, εφόσον είναι νόμιμη η ως άνω κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου, δεν συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως ορθώς κρίθηκε και με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Κατόπιν τούτων, το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση.