Πρόσφατη νομολογία


17 Δεκ 2021

ΟλΣτΕ 1833/2021: Αντισυνταγματική η 20ετής παραγραφή αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ. Αντίθετα, ισχύει 10ετής παραγραφή

Η υπόθεση αφορά προσφυγή, που ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Χαλκίδας και εισήχθη με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, με την οποία θεσπίσθηκε ενιαία ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων για καταβολή εισφορών των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, με την οποία ορίζεται η διάρκειά της σε είκοσι έτη, αντίκειται στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή, που θεσπίσθηκε, μάλιστα, σε χρόνο κατά τον οποίο οι υπαγόμενοι στις ρυθμίσεις του νέου ασφαλιστικού νόμου είχαν ήδη υποστεί διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, ισχύει αναδρομικώς, δηλαδή και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης, υπάγονταν στην προβλεπόμενη εδώ και δεκαετίες για το μεγαλύτερο, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., ασφαλιστικό φορέα, το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., δεκαετή παραγραφή, όπως είναι και οι εν προκειμένω ένδικες, και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί. Δεν δικαιολογείται δε τόσο μακρός χρόνος παραγραφής ούτε η αναδρομική εφαρμογή της νέας ρύθμισης από λόγους που συνδέονται με τις δυσχέρειες κατά την οργάνωση του νέου ασφαλιστικού φορέα και την ένταξη σε αυτόν όλων των μέχρι τότε φορέων κοινωνικής ασφάλισης και όλων των εργαζομένων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα (μισθωτών του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, αυτοαπασχολουμένων, ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών), ούτε από την έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α. ενδεχόμενη αδράνεια των διαφόρων φορέων κοινωνικής ασφάλισης να μεριμνήσουν για την είσπραξη των απαιτήσεών τους, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφειλόταν η αδράνεια αυτή, καθώς και αν προβλήματα οργανωτικά και λειτουργικά των εν λόγω φορέων, τα οποία δεν είχαν επιλυθεί επί δεκαετίες, θα αποτελούσαν επαρκή λόγο για την πρόβλεψη τόσο μακρού χρόνου παραγραφής. Περαιτέρω, η ίδια η πρόβλεψη σχετικά σύντομης προθεσμίας για την οικεία παραγραφή δεν επιφέρει για τους ασφαλισμένους δυσμενείς συνέπειες κατά τη συνταξιοδότησή τους και, μάλιστα, σε περίπτωση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης που ανάγεται σε παρελθόντα χρόνο. Τούτο δε διότι το ζήτημα του καθορισμού εύλογης (σχετικά σύντομης) διάρκειας προθεσμίας παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών -που, άλλωστε, απαντάται στην πλειονότητα των σύγχρονων ευρωπαϊκών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης- ουδόλως συνάπτεται με το διάφορο ζήτημα, εν όψει και της διακριτής λειτουργίας τους, που δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω, της τυχόν πρόβλεψης σε διαφορετικά νομοθετήματα προϋποθέσεων, χρονικών ή άλλων συναπτόμενων με την καταβολή εισφορών, για την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης με σκοπό τη συνταξιοδότηση. Ειδικότερα, με μόνη εξαίρεση τη ρύθμιση για το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. με την οποία, πάντως, ο χρόνος της παραγραφής συνδέεται μεν στο νόμο με την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, υπό την έννοια ότι ο ασφαλισμένος οφείλει να υποβάλει το αίτημα αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης πριν τη παραγραφή της αξίωσης του ασφαλιστικού φορέα, άλλως δεν αναγνωρίζονται οι ημέρες εργασίας, ο νομοθέτης, όμως, έθεσε τον ανωτέρω χρονικό περιορισμό για την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης έχοντας υπ’ όψιν την ισχύουσα δεκαετή διάρκεια παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων- στις λοιπές επιμέρους ρυθμίσεις της ασφαλιστικής νομοθεσίας, η αναγνώριση χρόνου ασφάλισης δεν εξαρτάται από τη μη παραγραφή της αξίωσης για την καταβολή των αντίστοιχων εισφορών, ούτε απαγορεύεται η εξόφληση παραγεγραμμένων σχετικών αξιώσεων, στις περιπτώσεις όπου η καταβολή των εισφορών τίθεται ως προϋπόθεση συνταξιοδότησης. Επιπροσθέτως, και η ρύθμιση του άρθρου 34, όπως ισχύει, του ανωτέρω ν. 4387/2016 για τον Ε.Φ.Κ.Α., η οποία κατά την αιτιολογική έκθεση απαριθμεί τις διάφορες περιπτώσεις χρόνου ασφάλισης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο πραγματικός χρόνος ασφάλισης, σχετικά με τον οποίο ορίζεται ότι είναι ο χρόνος για τον οποίον έχουν καταβληθεί εισφορές ή προκειμένου περί μισθωτών επιπροσθέτως και εκείνος για τον οποίον οφείλονται εισφορές, συνδέει μεν την αναγνώριση χρόνου με την καταβολή εισφορών, στην ειδικότερη δε περίπτωση της μισθωτής εργασίας, αρκείται στην οφειλή εισφορών, χωρίς, όμως, να την εξαρτά, δεδομένου ότι εκφεύγει από το αντικείμενο της ρύθμισης, από τη μη παραγραφή των σχετικών αξιώσεων του φορέα. Σε κάθε δε περίπτωση, τα τυχόν ανακύπτοντα ζητήματα από την εφαρμογή των οικείων διατάξεων εν σχέσει προς τις προϋποθέσεις αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης τελούν υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και ερμηνεύονται υπό το φως των γενικών αρχών του δίκαιου της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων η αρχή της στενής ερμηνείας των διατάξεων που, με σκοπό την προστασία των ασφαλιστικών φορέων από την καταδολίευσή τους με την αναγνώριση ημερών εργασίας που ανάγονται σε παρωχημένο χρόνο, με συνέπεια να παρίσταται εξαιρετικά δυσχερής η εξακρίβωση της πραγματοποίησής τους, θέτουν χρονικούς περιορισμούς στο σχετικό δικαίωμα αναγνώρισης, καθώς και η αρχή ότι η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργοδότη έναντι του ασφαλιστικού φορέα και, ειδικότερα, η μη καταβολή των οφειλόμενων εισφορών εκ μέρους του δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να αποβεί εις βάρος του ασφαλισμένου. (Μειοψ.). Κατόπιν της ως άνω κρίσης περί της αντισυνταγματικότητας του γενικού κανόνα παραγραφής, που θεσπίστηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, καταλείπεται κενό στη ρύθμιση, δεδομένου ότι δεν υφίσταται προϋφιστάμενο δίκαιο, που να ρυθμίζει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα, εν όψει και της σαφούς βούλησης του νομοθέτη να θεσπίσει κοινή ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του συνόλου των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, βούληση η οποία ως προς το ζήτημα της θέσπισης κοινού κανόνα παραγραφής δεν έρχεται σε αντίθεση με καμία διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος. Το κενό αυτό δεν είναι ανεκτό από το Σύνταγμα, εφόσον, από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου απαιτείται η πρόβλεψη προθεσμίας παραγραφής. Πρέπει δε να πληρωθεί με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών όλων των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ο οποίος κρίνεται ότι αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων και αποτελούσε, όπως προεκτέθηκε, το προϊσχύσαν δίκαιο για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., του μεγαλύτερου, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών της χώρας, όπως είναι και οι επίμαχες αξιώσεις. Η πλήρωση δε του νομοθετικού κενού με τον εν λόγω γενικό κανόνα της δεκαετούς παραγραφής τελεί σε αρμονία προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, που αξιώνει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων, καθώς και προς την αρχή της οικονομίας της δίκης, την οποία θάλπει ο θεσμός της πιλοτικής δίκης στο Συμβούλιο της Επικρατείας που εισήχθη κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 και αποβλέπει στην κατά το δυνατόν ταχύτερη επίλυση νομικών ζητημάτων, που ενδιαφέρουν ευρύ κύκλο προσώπων. Σε αντίθετη περίπτωση, που γινόταν δεκτό ότι η εφαρμογή της δεκαετούς παραγραφής περιορίζεται μόνον στις αξιώσεις υπόχρεων προερχόμενων από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., θα ανέκυπτε ως άμεση συνέπεια της αποφάσεως ασάφεια περί του εφαρμοστέου δικαίου για τις οικείες αξιώσεις των λοιπών φορέων. 


Σύνδεσμος

ΟλΣτΕ 1833/2021 - Πλήρες κείμενο »