2 Νοε 2023
Η κρινόμενη αγωγή εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου ένεκα της σπουδαιότητάς της, ενώ δυνάμει αυτής οι ενάγοντες, ερευνητές ν.π.δ.δ., επιδίωξαν την αναγνώριση εις ολόκληρον της υποχρέωσης του Ελληνικού Δημοσίου και του εναγόμενου νομικού προσώπου να καταβάλουν σε αυτούς τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στις διαφορές των αποδοχών τους, λόγω των περικοπών που υπέστησαν. Η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Περαιτέρω, στην τελευταία περίπτωση ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη και με προϋπόθεση τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Ειδικώς για το μισθολόγιο των δημοσίων λειτουργιών και υπαλλήλων, ο νομοθέτης έχει τη δυνατότητα αναμόρφωσης εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, ενώ η αντίληψη αυτή περί των περιθωρίων εκτίμησης αναφορικά με τα ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής υιοθετείται και από το Ε.Δ.Δ.Α., το οποίο παγίως δέχεται ότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. εμπίπτουν μεν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων. Εντούτοις, με τις συγκεκριμένες διατάξεις δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους, εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του προσφεύγοντος. Επιπρόσθετα, ο νομοθέτης έχει μεν τη διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ερευνητών, τα δικαστήρια, όμως, δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, και, ειδικότερα, το εάν ελήφθη υπ’ όψιν η υποχρέωση για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ερευνητών, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας, υπό τη δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρέωσης του νομοθέτη να μη μεταχειρίζεται με όμοιο τρόπο άνισες καταστάσεις. Η δε μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών αυτών σχετίζεται με την εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης, την ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ερευνητών, λόγω της φύσης των καθηκόντων τους και της αποστολής τους, λαμβανομένων υπ’ όψιν των ιδιαιτέρως αυξημένων τυπικών και ουσιαστικών τους προσόντων, για την απόκτηση των οποίων απαιτούνται μακροχρόνιες μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς επίσης και τη συναρτώμενη με τα εν λόγω στοιχεία μέριμνα για την προσέλκυση στα ερευνητικά κέντρα της χώρας νέου, υψηλής επιστημονικής επάρκειας, στελεχιακού δυναμικού. Το Δικαστήριο, μετά από στάθμιση του δημόσιου συμφέροντος, αναφερομένου στην κοινώς γνωστή μέχρι πρότινος ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, οφειλόμενη στην προηγηθείσα οξυμμένη δημοσιονομική κρίση, αλλά και στο γεγονός ότι, ενόψει της πανδημίας, ο νομοθέτης αναγκάστηκε να υιοθετήσει έκτακτα μέτρα στήριξης της ελληνικής οικονομίας, που δεν είχαν ληφθεί στο σύνολό τους υπ’ όψιν κατά την κατάρτιση των προϋπολογισμών των τελευταίων δύο ετών, όρισε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Σημειώνεται ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αξιώσεων άλλων ερευνητών, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, αποδοχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης της απόφασης. Μάλιστα, η άποψη αυτή δεν συγκρούεται ούτε με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, ούτε με το άρθρο 6 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, όπως έχει κρίνει και το Δικαστήριο, διότι αφενός μεν η αναδρομικότητα των συνεπειών των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι αυτονόητη και αποκλειστική κάθε άλλης ρύθμισης, αφετέρου δε με τον ως άνω τιθέμενο περιορισμό δεν διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων, εφόσον αυτοί δεν αποστερούνται των δικαιωμάτων τους, τα οποία απλώς περιορίζονται, για τους προαναφερόμενους λόγους επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος. Το Δικαστήριο όρισε ως χρονικό σημείο επέλευσης των αποτελεσμάτων της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας, τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.