Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

29 Μαρ 2024

ΟλΣτΕ 148/2024: Κρίση περί μη αντισυνταγματικότητας του τέλους επιτηδεύματος σε βάρος ελεύθερων επαγγελματιών στο πλαίσιο πρότυπης δίκης

Με την κρινόμενη προσφυγή, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητήθηκε η ακύρωση της υπ’ αριθ. .../3.2.2022 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε η .../6.10.2021 ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος κατά της με αριθ. ειδοποίησης .../6.9.2022 πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2020. Με την ως άνω απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ το επιβληθέν σε βάρος του προσφεύγοντος τέλος επιτηδεύματος του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011, αρχικού ύψους 650 ευρώ, περιορίστηκε στο ποσό των 216,67 ευρώ. Ένεκα γενικότερου ενδιαφέροντος ζητημάτων της συνταγματικότητας των διατάξεων του Ν. 3986/2011, η κρινόμενη προσφυγή εισάγεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας λόγω σπουδαιότητας. Με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 επιβλήθηκε ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), οριζόμενη σε πάγιο, κατά κατηγορία υποχρέων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β΄ και Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., ανεξαρτήτως του αν οι υπόχρεοι βαρύνονται με φόρο εισοδήματος μικρότερο ή μεγαλύτερο του παγίως οριζόμενου τέλους. Μάλιστα, η συγκεκριμένη επιβάρυνση θεσπίσθηκε προς ενίσχυση των δημοσίων εσόδων στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των γενικών δημοσιονομικών αναγκών της χώρας αλλά και προς αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής των ελεύθερων επαγγελματιών και των ασκούντων ατομική επιχείρηση. Επιδίωξη του νομοθέτη ήταν η θέσπιση, τοιουτοτρόπως, τεκμηρίου φοροδοτικής ικανότητας, σύμφωνα με το οποίο αποκτάται εισόδημα, υπό ρητές προϋποθέσεις, το ύψος του οποίου αντιστοιχεί, κατ’ ελάχιστο, σε ρυθμιζόμενη φορολογική επιβάρυνση. Το τεκμήριο αυτό στηρίζεται σε στοιχεία (κριτήρια) άμεσα συναρτώμενα με ορισμένα δεδομένα της επαγγελματικής δραστηριότητας των υποκειμένων στον φόρο, προβλεπόμενα στον νόμο (πληθυσμός και χαρακτήρας του τόπου άσκησης της δραστηριότητας, έτη άσκησης δραστηριότητας κ.ά.), από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη αντίστοιχης οικονομικής δύναμης και, επομένως, φοροδοτικής ικανότητας. Συνάμα, η επιβολή του εν λόγω φόρου βάσει των ως άνω κριτηρίων (χρονικών, τοπικών και πληθυσμιακών) δεν υπερβαίνει τα όρια της ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο φορολογήσεως διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων και δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 4 §§ 1 και 5 και 78 § 1 του Συντάγματος, καθώς και τις αρχές της καθολικότητας και της ισότητας του φόρου που απορρέουν από αυτές. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι το επίδικο τέλος δεν επιβάλλεται επί πλασματικού εισοδήματος και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά δυσανάλογη επέμβαση στην περιουσία των υποχρέων, η οποία παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κρίνεται ότι, προδήλως, μόνη η θέσπιση ενός φορολογικού μέτρου υπό συνθήκες κρίσης δεν καθιστά άνευ ετέρου αντισυνταγματική τη διατήρησή του όταν βελτιωθούν οι συνθήκες, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό καθεαυτό δεν παραβιάζει συνταγματικές ή άλλες υπερκείμενες του νόμου διατάξεις και αρχές. Περαιτέρω, δεν απαιτείται καταρχήν να δικαιολογείται η ανάγκη επιβολής ή διατήρησης φορολογικού μέτρου, πλην αν, εν όψει της φύσης και της βαρύτητας του φορολογικού μέτρου, τούτο καθίσταται αναγκαίο για τη διαπίστωση της ανάγκης επιβολής του, ώστε να δύναται να ελεγχθεί η μη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, της ισότητας και των λοιπών συνταγματικών και υπερκείμενων του νόμου κανόνων και αρχών. Συνάμα, η επιβολή του επίδικου φόρου, όπως συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση και έγινε δεκτό από τη νομολογία, είχε ως αιτιολογικό έρεισμα, πέραν της ανάγκης ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων, και τη σύλληψη φορολογητέας ύλης. Ο ειδικότερος ισχυρισμός ότι η συνταγματικότητα της επιβολής του τέλους κρίθηκε εν όψει του αρχικού καθορισμού του σε 300 ευρώ (ο οποίος αφορούσε αποκλειστικά την πρώτη εφαρμογή του νόμου) είναι απορριπτέος διότι στις αποφάσεις της Ολομελείας περιέχεται κρίση ως προς το σύνολο της νομοθετικής ρύθμισης, ήτοι ως προς το προβλεπόμενο ως πάγιο τότε ύψος των 500 (ή 400) ευρώ και όχι μόνο ως προς το ισχύον κατά το πρώτο έτος εφαρμογής τέλος ύψους 300 ευρώ. Επισημαίνεται ότι το επίμαχο μέτρο, αφενός μεν δεν ερείδεται επί διατάξεως η ισχύς της οποίας έχει ήδη λήξει, αφετέρου δε η διατήρησή του ουδεμία συνταγματική διάταξη παραβιάζει. Ακολούθως, το Δικαστήριο κρατεί την υπόθεση, δικάζει την προσφυγή και την απορρίπτει, δεδομένου ότι με αυτήν δεν τίθενται άλλα ζητήματα ούτε προβάλλονται άλλοι λόγοι πέραν των εξετασθέντων.

 

 

Σύνδεσμος

 
ΟλΣτΕ 148/2024 - Πλήρες κείμενο