Πρόσφατη νομολογία


26 Ιουλ 2022

ΟλΣτΕ 1147/2022: Συνταγματικότητα επιβολής χρήσης μη ιατρικής μάσκας & περιοριστικών μέτρων για προστασία της δημόσιας υγείας από τη διασπορά της covid-19

Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση, άλλως η μεταρρύθμιση: α) της Δ1α/ΓΠ.οικ.80588/14.12.2020 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών - Ανάπτυξης και Επενδύσεων - Προστασίας του Πολίτη - Εθνικής Άμυνας - Παιδείας και Θρησκευμάτων - Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων - Υγείας - Περιβάλλοντος και Ενέργειας - Πολιτισμού και Αθλητισμού - Δικαιοσύνης - Εσωτερικών - Μετανάστευσης και Ασύλου - Υποδομών και Μεταφορών - Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής - Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Αντικατάσταση της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.80189/12.12.2020 κοινής υπουργικής απόφασης “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από την Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020 και ώρα 6:00 έως και την Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021 και ώρα 6:00”, β) πόσης άλλης συναφούς προς την κατά τα ανωτέρω προσβαλλομένη, προγενεστέρας ή μεταγενεστέρας, πράξεως ή παραλείψεως και γ) όλων των συναφών με την προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. πράξεων και προστίμων της Διοικήσεως. Οι προσβαλλόμενες ρυθμίσεις επαναλαμβάνονται κατά τα κύρια σημεία τους στις δέκα κοινές υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες ακολούθησαν την έκδοση της ρητώς προσβαλλόμενης κ.υ.α. έως την συζήτηση της ένδικης αιτήσεως ακυρώσεως και στηρίχθηκαν σε αφορώντα την πανδημία δεδομένα, τα οποία δεν μεταβλήθηκαν, τουλάχιστον επί τα βελτίω, σε σχέση με τα ληφθέντα υπ’ όψιν για την έκδοση της ρητώς προσβαλλόμενης. Με τα δεδομένα αυτά και προς διασφάλιση της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, οι κοινές αυτές υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες κατ’ ουσίαν παρατάθηκε η ισχύς των επίδικων ρυθμίσεων, που είχαν επιβληθεί με την ρητώς προσβαλλόμενη κ.υ.α., πρέπει να θεωρηθούν ως συμπροσβαλλόμενες, χωρίς να συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 ή ανάγκη τηρήσεως της διαγραφομένης στην παρ. 3 του εν λόγω άρθρου διαδικασίας. Το δικαίωμα στην υγεία αναγνωρίζεται στο Σύνταγμα τόσο ως ατομικό όσο και ως κοινωνικό δικαίωμα. Ειδικότερα, ως ατομικό, το δικαίωμα στην υγεία περιλαμβάνει την προστασία της ατομικής υγείας και σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του ατόμου από προσβολές και διακινδυνεύσεις, καθώς και την ελευθερία του αυτοκαθορισμού του, ήτοι την ελευθερία του ατόμου να αποφασίζει το ίδιο για θέματα της υγείας του. Ως κοινωνικό, το δικαίωμα στην υγεία συνίσταται στην υποχρέωση του Κράτους προς παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου και, γενικώς, στην υποχρέωσή του προς λήψη των αναγκαίων εκάστοτε θετικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία της υγείας, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία, υπό την έννοια της πρόληψης των νοσημάτων και της προαγωγής της υγείας των πολιτών, στους οποίους εξ άλλου παρέχεται δικαίωμα να απαιτήσουν από το Κράτος την πραγμάτωση της αντίστοιχης υποχρεώσεώς του. Επομένως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο η δημόσια υγεία, όπως είναι η κατάσταση πανδημίας λόγω της εμφανίσεως ιού που διακρίνεται για την υψηλή και ταχεία μεταδοτικότητά του και την πιθανότητα προκλήσεως σοβαρών προβλημάτων υγείας στα άτομα τα οποία προσβάλλει, δημιουργώντας ακόμα και κίνδυνο για τη ζωή τους, το Κράτος, με γνώμονα την αρχή της προφύλαξης, οφείλει να λάβει όλα τα κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για τον περιορισμό της διαδόσεως της ασθένειας, και, κατ’ επέκταση, την μείωση της πιέσεως των υπηρεσιών υγείας, έως ότου εξευρεθεί επιστημονικώς τεκμηριωμένη λύση αποτελεσματικής αντιμετωπίσεώς της, οι δε πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν την πραγμάτωση της σχετικής υποχρεώσεως του Κράτους. Η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα των μέτρων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι, ιδίως, ο τρόπος μεταδόσεως, και κρίνεται επί τη βάσει έγκυρων και τεκμηριωμένων, επιστημονικών, ιατρικών και επιδημιολογικών δεδομένων. Τα μέτρα αυτά μπορεί μεν να συνιστούν ακόμα και σοβαρή επέμβαση στην απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως είναι η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, η ελευθερία κινήσεως και η ιδιωτική του ζωή, πλην η επέμβαση αυτή είναι συνταγματικώς ανεκτή εφ’ όσον: α) προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν τα κρατούντα σχετικώς έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα, β) τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσεως επιβάλλονται χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις, γ) παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως σε ειδικές περιστάσεις για τις οποίες αυτά αντενδείκνυνται και δ) τα μέτρα αυτά λαμβάνονται για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα και, πάντως, μέχρι την εξεύρεση λύσεως για την ανάσχεση της πανδημίας, η ένταση δε και η διάρκεια τους πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικώς από τα αρμόδια κρατικά όργανα ανάλογα με τα υφιστάμενα επιδημιολογικά δεδομένα και την εξέλιξη των έγκυρων επιστημονικών παραδοχών. Η ως άνω παρέμβαση, εφ’ όσον, σύμφωνα με τις κρατούσες επιστημονικές παραδοχές για την εξέλιξη της πανδημίας, κρίνεται αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας και, εντεύθεν, της ζωής των πολιτών, σε συνδυασμό με την εκ του Συντάγματος οφειλόμενη κρατική μέριμνα για την διαφύλαξη της λειτουργίας του συστήματος υγείας, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού. Εξ άλλου, κατά τον καθορισμό των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, κατά την λήψη των οποίων σταθμίζονται ιατρικής φύσεως δεδομένα, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας και των λαμβανομένων μέτρων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας, ο νομοθέτης (κοινός και κανονιστικός) διαθέτει, ως προς την καταλληλότητα και την αναγκαιότητά τους, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, που, κατά τα ανωτέρω, οφείλει να στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση εάν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο. Τέλος, δοθέντος ότι τα κατοχυρούμενα στο Σύνταγμα και στις διεθνείς συνθήκες ατομικά δικαιώματα πραγματώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, εντός της οργανωμένης πολιτείας, ανακύπτει από το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος η υποχρέωση του ατόμου, επιδεικνύοντας την επιτασσόμενη από την διάταξη αυτή κοινωνική αλληλεγγύη, να ανέχεται, υπό τις ανωτέρω εκτεθείσες προϋποθέσεις, περιορισμούς των δικαιωμάτων του, καθώς και να μεριμνά για την διατήρηση της ατομικής του υγείας με σκοπό να μην μεταδώσει την ασθένεια σε άλλους, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστό το ατομικό δικαίωμα των υπολοίπων στην διατήρηση της υγείας τους, αλλά και να μην επιβαρύνεται το σύστημα υγείας, η μέριμνα για την διατήρηση στο αναγκαίο, ανάλογα με τον πληθυσμό, μέγεθος και την απρόσκοπτη λειτουργία του οποίου αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 11 και 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, 8 της ΕΣΔΑ και 1, 2, 5 και 26 της Συμβάσεως του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική προκύπτει ότι η αρχή του αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου αποτελεί θεμελιώδη αρχή, η οποία διέπει το δίκαιο, άρρηκτα συνδεδεμένη με την αξία του ανθρώπου και το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ειδικότερη έκφανση της ως άνω αρχής αποτελεί, στο πεδίο της ιατρικής φροντίδας, η παροχή συναινέσεως του ασθενούς πριν από την πραγματοποίηση ιατρικών πράξεων, η οποία προϋποθέτει την προηγούμενη ενημέρωση του ενδιαφερομένου. Ωστόσο το δικαίωμα σε προηγούμενη ενημέρωση και στην παροχή συναινέσεως δεν είναι απόλυτο, αλλά υποχωρεί όταν επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνιστάμενους, μεταξύ άλλων, στην προστασία της δημόσιας υγείας, εφ’ όσον τούτο προβλέπεται από τον νόμο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της επιδημίας COVID-19 και τα οποία, μεταξύ άλλων, συνίστανται στην χρήση ατομικών μέσων προστασίας, όπως οι μη ιατρικές μάσκες, στον περιορισμό των μετακινήσεων και την αναστολή δραστηριοτήτων, με σκοπό τον περιορισμό της κινητικότητας, και κύριους στόχους την μείωση του συγχρωτισμού και την αποφυγή της περαιτέρω διασποράς του ιού, λόγω και της πιέσεως που δέχεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας από την αύξηση των κρουσμάτων, δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, προδήλως δυσανάλογα για την ικανοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή την προστασία της δημόσιας υγείας, ούτε προδήλως μη αναγκαία, εν όψει ιδίως της αρμοδίως παρατηρηθείσας από τον Οκτώβριο του 2020 αυξήσεως των ημερησίων, εργαστηριακώς επιβεβαιωμένων, κρουσμάτων της νόσου, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της υποχρεώσεως των πολιτών να ανέχονται εύλογους περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων τους σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος. Περαιτέρω, ως προς τη χρήση μη ιατρικής μάσκας σημειώνεται ότι το εν λόγω μέτρο συνιστά μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας, διότι η μάσκα αποτελεί μέσο ατομικής προστασίας των αναπνευστικών οδών από βιολογικό παράγοντα, ο οποίος προκαλεί την λοίμωξη COVID -19. Εν όψει τούτου η χρήση μη ιατρικής μάσκας συνιστάται από τον Π.Ο.Υ., ως μέρος δέσμης μέτρων για την προστασία από την λοίμωξη αυτή. Η χρήση της μάσκας σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, εφ’ όσον δεν μπορεί να τηρηθεί μία ελάχιστη απόσταση, συνιστάται, όπως επίσης έχει ήδη εκτεθεί, και από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων. Εν όψει των παραδοχών αυτών και των υπαρχόντων κατά το χρονικό σημείο επιβολής του μέτρου της υποχρεωτικής χρήσεως μη ιατρικής μάσκας επιστημονικών δεδομένων και λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το Συμβούλιο της Επικράτειας δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί ούτε για ενδεχόμενες συνέπειες από την χρήση της μάσκας ούτε για την αποτελεσματικότητά της, το μέτρο αυτό δεν παρίσταται προδήλως ακατάλληλο για την προστασία της δημόσιας υγείας, ο δε περιορισμός της προσωπικότητας των αιτούντων λόγω της υποχρεωτικής χρήσεως μάσκας δεν είναι δυσανάλογος για την ικανοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, εφ’ όσον από το μέτρο αυτό, το οποίο ισχύει για όλους τους πολίτες, εξαιρούνται: α) τα άτομα για τα οποία η χρήση μάσκας δεν ενδείκνυται για ιατρικούς λόγους που αποδεικνύονται με κατάλληλα έγγραφα, όπως λόγω αναπνευστικών προβλημάτων, και β) τα παιδιά ηλικίας κάτω των τεσσάρων ετών, ενώ στους εργασιακούς χώρους μπορούν να μην φορούν μάσκα όσοι εργάζονται σε ατομικό χώρο χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Επιπλέον, ο περιορισμός των μετακινήσεων αποσκοπεί στην αποφυγή της διαδόσεως και της διασποράς του ιού λόγω του συγχρωτισμού των πολιτών, αντίστοιχα δε μέτρα έχουν θεσπισθεί και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Δεδομένης, όμως, της υποχρεώσεως του Κράτους να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας, ο τεθείς με αντικειμενικό και γενικό τρόπο, σοβαρός αυτός περιορισμός της ελευθερίας μετακινήσεως, που συνιστά προληπτικό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας δια της αποφυγής του συγχρωτισμού των πολιτών, ο οποίος ευνοεί την μετάδοση της επιδημίας δια των σταγονιδίων που αποβάλλονται μέσω της ομιλίας, του βήχα και του πταρμού, συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας μετακινήσεως, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι, ιδίως κατά την περίοδο εξάρσεως της πανδημίας, αυτή έχει δυσμενείς επιπτώσεις όχι μόνο στην υγεία των πολιτών, αλλά επίσης και στην οικονομία (εθνική και διεθνή) και τελικώς στο σύνολο της κοινωνίας. Ο περιορισμός δε αυτός δεν είναι προδήλως δυσανάλογος για την επίτευξη του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, την ικανοποίηση του οποίου επιδιώκει, εφ’ όσον, πάντως, δεν εμποδίζεται η ικανοποίηση των ζωτικών αναγκών των πολιτών. Τέλος, τα επιβαλλόμενα σε περίπτωση μη τήρησης των μέτρων πρόστιμα και το ύψος αυτών έχουν θεσπισθεί από τον ίδιο τον κανονιστικό νομοθέτη και η αξιολόγηση της διακινδυνεύσεως της δημόσιας υγείας ανά είδος παραβάσεως έχει, ομοίως, γίνει από αυτόν, έτσι ώστε να μην καταλείπεται πεδίο εκτιμήσεως από το διοικητικό όργανο που εκδίδει την πράξη επιβολής προστίμου. Τέλος, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 της ρητώς προσβαλλομένης, καθώς και των συμπροσβαλλομένων κ.υ.α., πρόστιμα, κινούμενα εντός των ορίων που διαγράφει η εξουσιοδοτική διάταξη, δεν παρίστανται δυσανάλογα.


Σύνδεσμος

ΟλΣτΕ 1147/2022 - Πλήρες κείμενο »