13 Αυγ 2025
Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η ακύρωση και η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης 1554/2021 της ΑΕΠΠ, κατά το μέρος που η τελευταία αφορά την αιτούσα ένωση· ενώ υπέρ του κύρους της πράξης παρενέβη η εταιρεία «... Α.Ε.». Η αίτηση εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δ´ Τμήματος του ΣτΕ στη δικάσιμο της 23ης Νοεμβρίου 2021 και εκδόθηκε η απόφαση 726/2022, δυνάμει της οποίας (α) παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 100 § 5 του Συντάγματος και 14 Π.Δ. 18/1989, τα ζητήματα της συνταγματικότητας και της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 372 του Ν. 4412/2016 και (β) ενόψει των διατάξεων του άρθρου 372 του Ν. 4412/2016, ιδίως του τελευταίου εδαφίου της § 7 του άρθρου αυτού, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις της §7 και με τις §§4, 6 και 8 του αυτού άρθρου, εξετάσθηκε το αίτημα αναστολής και απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν πιθανολογείται σοβαρά ότι οι προβληθείσες αιτιάσεις είναι βάσιμες, έγινε δε δεκτή, ως προς την αίτηση αναστολής, η ασκηθείσα παρέμβαση. Σημειώνεται ότι η διαδικασία ανάθεσης της επίδικης σύμβασης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, τόσο ως προς την αναθέτουσα αρχή, όσο και ως προς το αντικείμενο και την προϋπολογιζόμενη δαπάνη της σύμβασης, με αποτέλεσμα η εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς να εμπίπτει στην εξαιρετική καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη δίκη παρενέβη ο Δήμος Νότιας Κέρκυρας επικαλούμενος εκκρεμή δίκη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων επί της αίτησης ακύρωσής του κατά της Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του Ν. 3463/2006 της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου. Εντούτοις, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 1 § 1 του Ν. 2479/1997 είναι στενά ερμηνευτέα, η παρέμβαση απερρίφθη ως απαράδεκτη, καθώς στην ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου εκκρεμή δίκη δεν τίθεται το ίδιο ζήτημα, με τα ζητήματα συνταγματικότητας του άρθρου 372 του Ν. 4412/2016, που τίθενται στην επίμαχη δίκη. Η διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, στο σύνολο των κρατών μελών, καθώς και της δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο αυτό, ανατίθεται στα εθνικά δικαστήρια και στο ΔΕΕ. Θεμελιώδης αρχή του Δικαίου της ΕΕ είναι η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία πηγάζει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών. Η αναφερόμενη στον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων Οδηγία 89/665/ΕΟΚ έχει δικονομική φύση, ενώ κατοχυρώνει τη διασφάλιση αποτελεσματικών μέσων προσφυγής στα κράτη μέλη επί παραβιάσεων του ενωσιακού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ή παραβιάσεων των εθνικών κανόνων μεταφοράς του δικαίου αυτού στην εσωτερική έννομη τάξη, προκειμένου να εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι οδηγίες περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Επισημαίνεται ότι η σύντομη χρονική διάρκεια των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων οδηγεί στην άμεση αντιμετώπιση των παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης, για τον λόγο αυτόν η επίμαχη Οδηγία δεν αποκλείει την εφαρμογή ενός συστήματος σύμφωνα με το οποίο η προσωρινή διαταγή δεν συνεπάγεται οριστικό καθορισμό των εννόμων σχέσεων και δεν εντάσσεται σε διαδικασία σχηματισμού δικανικής κρίσης με ισχύ δεδικασμένου. Περαιτέρω, η Οδηγία 89/665/ΕΟΚ προσδιορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι διαδικασίες προσφυγής που θεσπίζουν οι εθνικές έννομες τάξεις, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση της ενωσιακής νομοθεσίας στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, διαθέτοντας στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια, η οποία, ωστόσο, δεν θα πρέπει να θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα αυτής. Ο δε σκοπός της αποτελεσματικής και ταχείας δικαστικής προστασίας, ιδίως μέσω προσωρινών μέτρων, τον οποίο επιδιώκει η Οδηγία 89/665/ΕΟΚ, δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαρτούν την άσκηση της προσφυγής από το εάν η οικεία διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο, προς τούτο ο αποκλεισθείς προσφέρων έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης της αναθέτουσας αρχής, ανεξαρτήτως του σταδίου της διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης κατά το οποίο λαμβάνεται η απόφαση αυτή. Πάντως, τα δεδομένα αυτά δεν ισχύουν στην περίπτωση που ο αποκλεισμός του προσφέροντος, που επιδιώκει και τον αποκλεισμό των λοιπών προσφερόντων, έχει επικυρωθεί με απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου. Το θεσπιζόμενο στο άρθρο 372 (Ν. 4412/2016) σύστημα προβλέπει υποχρεωτική σώρευση σε ενιαίο δικόγραφο των αιτημάτων προσωρινής και οριστικής δικαστικής προστασίας. Ο εθνικός νομοθέτης, με την σώρευση της αίτησης αναστολής και της αίτησης ακυρώσεως, σε συνδυασμό με τις σύντομες προθεσμίες που τάσσονται, τόσο για τις ενέργειες των διαδίκων όσο και για την πρόοδο και την περάτωση της δίκης από το δικαστήριο, αποβλέπει στην επιτάχυνση της εκδίκασης των σχετικών διαφορών, προς αποφυγή των καθυστερήσεων που παρατηρούνται τόσο στο προσυμβατικό στάδιο, όσο και μετέπειτα. Μάλιστα, το εν λόγω μέτρο εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο από τη δικονομική Οδηγία 89/665/ΕΟΚ σκοπό και δεν αντίκειται, κατ’ αρχήν, στην οδηγία αυτή. Ωστόσο, η επιτάχυνση της επίλυσης των διαφορών που γεννώνται στο προσυμβατικό στάδιο μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των διαγωνιζομένων δεν δύναται, ούτε κατά το Σύνταγμα ούτε κατά το δίκαιο της ΕΕ, να θίγει την άλλη, εξίσου κρίσιμη πτυχή της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, την ύπαρξη δηλαδή των αναγκαίων προϋποθέσεων, προσαρμοσμένων στις ιδιαιτερότητες των δύο σταδίων της επίλυσης των διαφορών, προσωρινό και οριστικό, για την εκφορά ορθής δικαστικής κρίσης. Η δε δεκαήμερη αποκλειστική προθεσμία που τάσσεται στους παθητικώς νομιμοποιουμένους (ΑΕΠΠ και αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς) για τη διαβίβαση προς το δικαστήριο του φακέλου και των απόψεων, χαρακτηρίζεται μεν στον νόμο ως αποκλειστική, η διάταξη όμως αυτή δεν έχει την έννοια ότι μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας οι παθητικώς νομιμοποιούμενοι αδυνατούν, τυπικώς και ουσιαστικώς, να αντικρούσουν την κατατεθείσα στο δικαστήριο αίτηση· επιπλέον, η ίδια προθεσμία που τάσσεται στον δικαιούμενο να ασκήσει παρέμβαση, προκειμένου αυτός να την καταθέσει στο αρμόδιο δικαστήριο, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Επιπλέον, η αποκλειστική προθεσμία των δύο εργάσιμων, η οποία τάσσεται στον αιτούντα, προκειμένου αυτός να κοινοποιήσει την αίτηση «αναστολής και ακύρωσης» επί ποινή απαραδέκτου αυτής προς τους καθ’ ων και προς τους δικαιουμένους σε παρέμβαση, καθώς και η διήμερη προθεσμία που τάσσεται στον παρεμβαίνοντα, ώστε να προβεί σε κοινοποίηση της παρέμβασής του προς τον αιτούντα, δεν αντιβαίνουν προς το Σύνταγμα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι συντρέχει νόμιμος λόγος να αναβληθεί η λήψη οριστικής απόφασης επί του ζητήματος τούτου, ώστε να υποβάλει στο ΔΕΕ προδικαστικό ερώτημα για τον εάν έχει η Οδηγία 89/665/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 2007/66/ΕΚ και 2014/23/ΕΕ, την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 372 του Ν. 4412/2016, το οποίο, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 138 του Ν. 4782/2021, προβλέπει την υποχρεωτική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των αιτημάτων προσωρινής και οριστικής προστασίας (αίτησης αναστολής και αίτησης ακυρώσεως, αντιστοίχως) στις διαφορές που αναφύονται κατά την διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, και δεν παρέχει, συνεπώς, στον ενδιαφερόμενο την δυνατότητα να ασκήσει αίτηση προσωρινής προστασίας ανεξάρτητα από την κίνηση της κύριας διαδικασίας εκ μέρους του.