18 Αυγ 2025
Η αιτούσα ένωση και τα μέλη της επιδιώκουν την αναστολή της εκτέλεσης και την ακύρωση της υπ’ αριθ. 1554/2021 απόφασης του 7ου Κλιμακίου της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (Α.Ε.Π.Π.) -και ήδη Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ.-. Επί της αίτησης είχε εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 725/2022 απόφαση του Δ´ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δυνάμει της οποίας (α) παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 100 § 5 του Συντάγματος και 14 Π.Δ. 18/1989 τα ζητήματα της συνταγματικότητας και της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 372 του Ν. 4412/2016 και (β) ενόψει του άρθρου 372 του Ν. 4412/2016 εξετάσθηκε το αίτημα αναστολής και απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι οι προβληθείσες αιτιάσεις είτε δεν πιθανολογείται σοβαρά ότι είναι βάσιμες, είτε προβάλλονται αλυσιτελώς, ενώ έγινε δεκτή, ως προς την αίτηση αναστολής, η ασκηθείσα παρέμβαση. Τα σχετικά με τη διαδικασία ανάθεσης της επίμαχης σύμβασης νομικά ζητήματα, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, τόσο από την άποψη της αναθέτουσας αρχής, όσο και από την άποψη του αντικειμένου και της προϋπολογιζόμενης δαπάνης της σύμβασης. Συνεπώς, ο επίδικος διαγωνισμός διέπεται από τις διατάξεις των Βιβλίων I και IV του Ν. 4412/2016 και η εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς ανήκει στην εξαιρετική καθ’ ύλη αρμοδιότητα του ΣτΕ. Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, τα οποία θεσπίζουν ένδικα βοηθήματα για τη διασφάλιση της δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό, η δικονομική Οδηγία 89/665/ΕΟΚ αποβλέπει στην ενίσχυση των μηχανισμών που αποσκοπούν στην αποτελεσματική εφαρμογή των συναφών οδηγιών, ιδίως, σε στάδιο στο οποίο οι παραβάσεις επιδέχονται ακόμη διόρθωση. Παράλληλα, θεσπίζει την υποχρέωση των κρατών μελών προς λήψη των αναγκαίων μέτρων για ταχύτερες προσφυγές κατά παράνομων αποφάσεων των αναθετουσών αρχών. Ως προς τη σύντομη χρονική διάρκεια των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων σημειώνεται ότι το άρθρο 2 της Οδηγίας 89/665 επιτρέπει στα κράτη μέλη να ορίσουν στην εσωτερική τους νομοθεσία, κατά διακριτική ευχέρεια, ότι δύνανται να ζητηθούν ανασταλτικά μέτρα σε δίκη χωριστή από εκείνη στην οποία κρίνονται επί της ουσίας οι διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, ενδέχεται ο δικαστής ασφαλιστικών μέτρων, στο πλαίσιο της προσωρινής προστασίας, και ο δικαστής που αποφασίζει οριστικώς επί της ουσίας, καλούμενοι να αποφανθούν διαδοχικώς επί της αυτής διαφοράς, να δώσουν αποκλίνουσες μεταξύ τους ερμηνείες των εφαρμοστέων κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου, όπως διασφαλίζεται στο άρθρο 47 ΧΘΔ, προϋποθέτει τη γνώση, από πλευράς ενδιαφερομένου, της αιτιολογίας στην οποία στηρίζεται η απόφαση που τον αφορά, προκειμένου να του παρέχεται η δυνατότητα να υπερασπισθεί τα δικαιώματά του και να αποφασίσει τη σκοπιμότητα προσφυγής στον αρμόδιο δικαστή, ασκώντας τον έλεγχο νομιμότητας της επίμαχης απόφασης. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, βασικό στοιχείο της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά το επίκαιρο της παροχής της και η ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου, καθόσον μόνο η εντός σύντομου χρόνου εκδίκαση των διαφορών και έκδοση των αποφάσεων δεν διασφαλίζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Περαιτέρω, ο εθνικός νομοθέτης, κατά τη θέσπιση των διατάξεων που εισάγονται στην εσωτερική έννομη τάξη για την προσαρμογή της Οδηγίας 89/665, οφείλει να τηρεί τις προβλεπόμενες στην εν λόγω οδηγία ελάχιστες προϋποθέσεις, τόσο ως προς την οριστική, όσο και ως προς την προσωρινή δικαστική προστασία, χωρίς να εισάγει ρυθμίσεις που θίγουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω Οδηγίας. Κρίνεται ότι το σύστημα του άρθρου 138 Ν. 4782/2021 εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο από τη δικονομική Οδηγία 89/665/ΕΟΚ σκοπό και δεν αντίκειται, κατ’ αρχήν, στην οδηγία αυτή. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει σώρευση της αίτησης αναστολής και της αίτησης ακύρωσης, όπως επίσης και την εκ του νόμου αναστολή της σύναψης της σύμβασης μέχρι την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης, την αναστολή της προόδου της διαδικασίας ανάθεσης για διάστημα 15 ημερών από την άσκηση της αίτησης και τη δυνατότητα του Προέδρου του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού να άρει, με προσωρινή διαταγή, την ως άνω εκ του νόμου προβλεπόμενη αναστολή. Η αποκλειστική προθεσμία των δύο εργάσιμων, κατά την έννοια της διάταξης, ημερών, από την παραλαβή της πράξης του οικείου Προέδρου περί προσδιορισμού δικασίμου και εισηγητή για την υπόθεση, η οποία τάσσεται στον αιτούντα, προκειμένου αυτός να κοινοποιήσει την αίτηση «αναστολής και ακύρωσης» επί ποινή απαραδέκτου αυτής προς τους καθ’ ων και προς τους δικαιουμένους σε παρέμβαση, καθώς και η διήμερη προθεσμία που τάσσεται στον παρεμβαίνοντα, ώστε να προβεί σε κοινοποίηση της παρέμβασής του προς τον αιτούντα, δεν αντιβαίνουν προς το Σύνταγμα. Το Δικαστήριο επέλυσε οριστικά τα προς κρίση ζητήματα και ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης υποβάλλοντας σχετικό ερώτημα στο ΔΕΕ εάν η Οδηγία 89/665/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 372 του Ν. 4412/2016, το οποίο προβλέπει την υποχρεωτική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των αιτημάτων προσωρινής και οριστικής προστασίας (αίτησης αναστολής και αίτησης ακυρώσεως, αντιστοίχως) στις διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, και δεν παρέχει, συνεπώς, στον ενδιαφερόμενο την δυνατότητα να ασκήσει αίτηση προσωρινής προστασίας ανεξάρτητα από την κίνηση της κύριας διαδικασίας εκ μέρους του.