Πρόσφατη νομολογία


30 Σεπ 2025

ΟλομΑΠ (Ποιν.) 4/2025: Λαθρεμπορία - μη απαραίτητος ο προσδιορισμός της χώρας προέλευσης ποτών που διακινήθηκαν στο εσωτερικό της χώρας χωρίς την καταβολή των τελών εισαγωγής

Η Ολομέλεια, κατόπιν παραπομπής από το Ε’ Ποινικό Τμήμα ΑΠ, κλήθηκε να κρίνει επί ορισμένων εκ των λόγων αναιρέσεως που πρόβαλε ο κατηγορούμενος κατά απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσ/κης, με την οποία αυτός καταδικάστηκε για την πράξη της λαθρεμπορίας (με το ελαφρυντικό του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α’) και του επιβλήθηκε ποινή 5 μηνών φυλάκισης, ανασταλείσα επί τριετία.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε ότι η εταιρεία του κατηγορουμένου προέβη σε διακίνηση στο εσωτερικό της χώρας αλκοολούχων ποτών (φιαλών οίνου) που είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες τελωνειακές διατυπώσεις και να καταβληθεί ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που ανερχόταν στο ποσό των 1.135,43 ευρώ. Μάλιστα, η διακίνηση των ποτών στο εσωτερικό της χώρας έγινε το έτος 2016, δηλαδή σε χρόνο που η εταιρεία του κατηγορουμένου είχε παύσει τις εργασίες της, ενώ αυτός προέβη σε έκδοση χειρόγραφων αθεώρητων τιμολογίων δελτίων αποστολής για να προσδώσει νομιμοφάνεια στη διακίνηση των φιαλών. Η «παρατυπία» αυτή, που καταρχήν τυποποιείται στο άρθρ. 119 παρ. 4 του Ν. 2960/2001, δεν αποτελεί απλή τελωνειακή παράβαση, διότι έγινε ακριβώς με σκοπό την μη καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης και λοιπών επιβαρύνσεων και, σύμφωνα με τα άρθρα 119Α και 157 του ίδιου Κώδικα, χαρακτηρίζεται ως λαθρεμπορία και τιμωρείται ποινικώς.
Με την αίτηση αναίρεσης ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν αιτιολόγησε πλήρως την απόφασή του, ενώ ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα τις σχετικές διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικα, καθώς όφειλε να διερευνήσει και προσδιορίσει την ακριβή προέλευση των εμπορευμάτων (φιάλες οίνου με εξωτερικές ενδείξεις - ετικέτες μόνο στην ιταλική γλώσσα), προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αν αυτές έχουν εισαχθεί από την εταιρεία του κατηγορουμένου χωρίς τις απαραίτητες διατυπώσεις. Η Ολομέλεια αντίθετα έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινιστεί αν οι ποσότητες αλκοολούχων ποτών είχαν εισαχθεί από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από χώρα εκτός αυτής, αφού σε κάθε περίπτωση αυτές είχαν διακινηθεί στο εσωτερικό της χώρας χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 57 του ν. 2960/2001. Έτσι, απέρριψε τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, επισημαίνοντας ότι ο ειδικότερος καθορισμός του κράτους μέλους της EE στο οποίο τα ποτά είχαν παραχθεί δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της παρατυπίας που διαπράττεται στο εσωτερικό της χώρας κατά τη διάρκεια της διακίνησης προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης (άρθρα 56,57,119, 119Α, 157 του ν. 2960/2001).
Περαιτέρω, ζήτημα τέθηκε ως προς το αν ήταν υποχρεωμένο το Δικαστήριο, κατόπιν του υποβληθέντος αιτήματος από τον κατηγορούμενο, να θέσει προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του ΔΕΕ σχετικά με την ορθή ερμηνεία και για την ομοιόμορφη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων για το θέμα αυτό. Η Ολομέλεια έκρινε ότι, η διάταξη του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ σκοπεί στην διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δηλαδή εφαρμόζεται όταν εγείρονται ζητήματα που αφορούν την ερμηνεία ή απαιτούν τον έλεγχο του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Μάλιστα, εφόσον δεν χωρεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης εθνικού δικαστηρίου, η παραπομπή στο ΔΕΕ είναι καταρχήν υποχρεωτική. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα εθνικά δικαστήρια (ακόμα και όταν οι αποφάσεις τους δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου) απαλλάσσονται από την υποχρέωση να υποβάλλουν προδικαστικό ερώτημα οσάκις διαπιστώνουν ότι το ανακύψαν ζήτημα δεν ασκεί επιρροή, ή ότι η επίμαχη διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, ή ότι η ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής ώστε να μην καταλείπει περιθώριο για οιαδήποτε εύλογη αμφιβολία. Το γεγονός και μόνον ότι ένας διάδικος υποστηρίζει ότι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης δεν υποχρεώνει το οικείο δικαστήριο να δεχθεί ότι ανακύπτει τέτοιο ζήτημα. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, από την αντιστοίχιση των διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα όπως ισχύει με την Οδηγία 2008/118/ΕΚ, προκύπτει ότι τα άρθρα που εφαρμόστηκαν έχουν μεταφερθεί αυτολεξεί από την εν λόγω Οδηγία και ο εθνικός νομοθέτης έχει πλήρως συμμορφωθεί με αυτήν. Συνεπώς το προαναφερθέν ζήτημα αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας και δεν είναι σχετικό με την ερμηνεία και το ομοιόμορφο της εφαρμογής της Οδηγίας 2008/118/ΕΕ. Επομένως, εν προκειμένω δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ.
Τέλος, η Ολομέλεια απέρριψε τον έτερο προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης 463 παρ. 2 ΠΚ (που έχει πλέον καταργηθεί), η οποία θέσπιζε τη δυνατότητα επιβολής χρηματικής ποινής αντί φυλάκισης σε εγκλήματα που τυποποιούνται σε ειδικούς νόμους. Ειδικότερα, επεσήμανε ότι η πρόβλεψη της εν λόγω διάταξης συνιστά λόγο μείωσης της ποινής και όχι νέο πλαίσιο της αρχικά απειλούμενης ποινής. Το Δικαστήριο της ουσίας που δεν την επικαλέστηκε ούτε την εφάρμοσε, δεν έσφαλε, καθόσον η ποινή που επέβαλε στον κατηγορούμενο είναι εντός του πλαισίου ποινής που προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 157 παρ. 1 Ν. 2960/2001, 83 και 463 παρ. 2 ΠΚ.

 


Σύνδεσμος

ΟλομΑΠ (Ποιν.) 4/2025 - Πλήρες κείμενο »