Πρόσφατη νομολογία


4 Οκτ 2019

ΟλομΑΠ 2/2019: Η εμπορία ανθρώπων με τη μορφή της απατηλής εκμετάλλευσης της εργασίας δεν προϋποθέτει την πλήρη υποδούλωση ή αδιάκοπη εξουσίαση του θύματος

Αναιρείται υπέρ του νόμου η αθωωτική απόφαση του ΜΟΔ για την πράξη της εμπορίας ανθρώπων κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, με την ειδικότερη μορφή της απατηλής εκμετάλλευσης της εργασίας. 

Το Δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 323Α ΠΚ, καθώς δέχτηκε ότι, οι αλλοδαποί εργαζόμενοι δεν είχαν παραδώσει πλήρως την ελευθερία τους στον παραγωγό καλλιέργειας φράουλας. Η εμπορία ανθρώπων θεωρείται ολοκληρωμένη με την πρόσληψη του παθόντος, δηλαδή με την περιέλευσή του στη σφαίρα εξουσίασης του δράστη. Πλην, όμως, η φυσική εξουσίαση του θύματος δεν απαιτείται να εξικνείται μέχρι την πλήρη υποδούλωσή του και την πλήρη στέρηση της ελευθερίας του, ούτε να επάγεται τη διαρκή και χωρίς διακοπή θέση του υπό την εξουσία του δράστη.

Επιπλέον, η εμπορία ανθρώπων τελείται με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας, που υπάρχει ακόμη και όταν η εργασία παρέχεται μεν έναντι αντιπαροχής, πλην κατά προφανή παράβαση των διατάξεων του νόμου και γενικά με συνθήκες, οι οποίες είναι προσβλητικές και εξευτελιστικές για την ανθρώπινη ιδιότητα του εργαζομένου, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η αθέμιτη κερδοσκοπία από την παροχή της εργασίας του.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθώς έκρινε αθώο έναν εκ των κατηγορουμένων λόγω έλλειψης στο πρόσωπό του της ιδιότητας του εργοδότη, ενώ για να χαρακτηρισθεί κάποιος ως αυτουργός του παραπάνω εγκλήματος, δεν απαιτείται, κατ' ανάγκη, να είναι και εργοδότης, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία.

Ομοίως, δεν αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση του σχετικά με την ευάλωτη ή μη θέση των αλλοδαπών εργατών, καθώς, ενώ δέχθηκε ότι αυτοί βρίσκονταν σε μια προβληματική κατάσταση, δεν εξέτασε αν εξαιτίας αυτής είχαν περιέλθει σε απόλυτη αδυναμία αυτοπροστασίας, ούτε ανέφερε λόγους που να συνηγορούν περί του αντιθέτου. Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου, ως ευάλωτη θέση νοείται η κατάσταση ανάγκης, αδυναμίας ή κινδύνου, στην οποία έχει περιέλθει ένα πρόσωπο, εξαιτίας της οποίας δεν έχει άλλη πραγματική και αποδεκτή επιλογή, παρά μόνο να υποκύψει και να αποδεχτεί την εκμετάλλευσή του. Στην περίπτωση των παράνομων αλλοδαπών, πάντως, για την κατάφαση της ευάλωτης θέσης, δεν αρκεί η ιδιότητά τους ως αλλοδαπών, ούτε η παράνομη είσοδος και παραμονή τους στη Χώρα, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες, ικανοί να οδηγήσουν σε συνθήκες εξαθλίωσης, σε συνδυασμό με την έλλειψη εναλλακτικών επιλογών.

Ακόμη, το Δικαστήριο της ουσίας ελλιπώς αιτιολόγησε την κρίση του ως προς το αν η συμπεριφορά των κατηγορουμένων ήταν απειλητική ή εκφοβιστική, καθώς αυτή στηρίχθηκε, όχι σε πραγματικά γεγονότα, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά στην παραδοχή ότι "δεν πείσθηκε το Δικαστήριο», άνευ άλλου τινός.

Τέλος, το Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη στην αθώωση των κατηγορουμένων για την πράξη της άμεσης συνέργειας, λόγω της αθώωσης του φυσικού αυτουργού και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της δικής τους συμμετοχής, χωρίς να διερευνήσει, ως όφειλε, την τέλεση ή μη της παραπάνω αξιόποινης πράξης από τους κατηγορουμένους, ως αυτουργών.

Η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας, αντίθετα, κατέστη αμετάκλητη ως προς το σκέλος της καταδίκης ορισμένων εκ των κατηγορουμένων για την πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, αντί της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, καθώς οι βλάβες που προκλήθηκαν ήταν ελαφρές, οι πυροβολισμοί έπεσαν από απόσταση καίτοι υπήρχε δυνατότητα προσέγγισης των παθόντων και, τέλος, οι δράστες αποχώρησαν ενόσω είχαν την δυνατότητα να ρίξουν κι άλλους πυροβολισμούς.


Σύνδεσμος

ΟλομΑΠ (Ποιν.) 2/2019 - Πλήρες κείμενο »