24 Ιαν 2024
Η κρατούσα άποψη διακρίνει τις «εξωανταγωνιστικές» διατάξεις σε δύο κατηγορίες: σε εκείνες που έχουν ηθικό περιεχόμενο και η τήρησή τους πηγάζει από ηθικοδικαιική επιταγή (λ.χ. απαγόρευση εμπορίας κλοπιμαίων) και σε εκείνες που είναι ηθικά ή αξιολογικά ουδέτερες (λ.χ. οι αγορανομικές, φορολογικές και τελωνειακές απαγορεύσεις, η άσκηση επαγγέλματος κατόπιν άδειας διοικητικής αρχής). Η παραβίαση των πρώτων σημαίνει χωρίς άλλο και προσβολή των χρηστών ηθών, κατά την έννοια του άρ. 1 του Ν. 146/1914. Αντίθετα, η παραβίαση των δεύτερων δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί χωρίς άλλο και αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη, δεδομένου ότι δεν αποκλείεται ο σκοπός των εν λόγω διατάξεων να επιδιώκει διαφορετικό σκοπό από αυτόν του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού. Μόνον ο παράνομος χαρακτήρας τους δεν μπορεί να θεμελιώσει και το «αθέμιτο» της γενικής ρήτρας του άρ. 1 του Ν. 146/1914, διότι η τελευταία δεν είναι λευκός κανόνας για κάθε εξωανταγωνιστική πράξη. Τότε μόνο συνιστά αθέμιτη συμπεριφορά, όταν συντρέχουν πρόσθετες περιστάσεις που εμφανίζουν την παράνομη συμπεριφορά που γίνεται με σκοπό τον ανταγωνισμό και ως αντίθετη στα χρηστά ήθη. Η πλειοδοσία του πτωχού οφειλέτη στον πλειστηριασμό της πτωχευτικής περιουσίας του, κατά παράβαση του άρ. 163 παρ. 11 εδ. β΄ N. 4738/2020, ορώμενη υπό το πρίσμα του δικαίου του αθέμιτου ανταγωνισμού, κατ’ άρ. 1 του Ν. 146/1914, συνιστά παραβίαση ηθικά ή αξιολογικά ουδέτερης «εξωανταγωνιστικής» διάταξης, καθόσον στερείται ηθικοδικαιικής θεμελίωσης, όπως θα συνέβαινε, αν η ως άνω διάταξη είχε σκοπό την προστασία υπέρτερων αγαθών (όπως τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας, την προστασία των καταναλωτών).
ΜΠρΡοδ 254/2023 (ασφαλιστικά μέτρα), σε: ΕΕμπΔ 4/2023, σχόλιο: Γ. Πανίτσας »