12 Σεπ 2025
Η εγκαλούσα κατά τη διάρκεια του τοκετού και την χορήγηση επισκληριδίου ένεσης υπέστη αραχνοειδίτιδα και μόνιμη βλάβη της υγείας της (ιππουριδική συνδρομή, αδυναμία ούρησης – κένωσης). Ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος τόσο του αναισθησιολόγου, στην ευθύνη του οποίου ανήκει η επιλογή του φαρμάκου, η δοσολογία και η τεχνική χορήγησης, όσο και σε βάρος του μαιευτήρα, για τον χειρισμό και την ταχύτητα απόκρισης μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Αντίθετα με την εισαγγελική πρόταση, το δικαστήριο απάλλαξε αμφότερους τους κατηγορούμενους, καθώς έκρινε ότι δεν απεδείχθη ότι αυτοί προέβησαν σε κάποια ενέργεια η οποία προκάλεσε το βλαπτικό αποτέλεσμα, ούτε όμως παρέλειψαν να κάνουν κάποια ενέργεια η οποία σχεδόν με βεβαιότητα θα μπορούσε να το αποτρέψει. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του αποτελέσματος, στην περίπτωση κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η παράλειψη του υπαιτίου, αν αυτός δηλαδή είχε προβεί στην απαιτούμενη ενέργεια, τότε με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα είχε αποτραπεί το αποτέλεσμα.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν προέκυψε ανεπιφύλακτα από τις πραγματογνωμοσύνες και τις μαρτυρικές καταθέσεις των ιατρών μαρτύρων ότι υπήρξε αμελής συμπεριφορά. Μάλιστα, προέκυψε ότι δεν ήταν δυνατή η διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας νωρίτερα, ενώ ακόμα και αν αυτή είναι γίνει νωρίτερα, δεν είναι βέβαιο ότι θα είχε καταστεί εφικτή η διάγνωση της αραχνοειδίτιδας και θα είχε αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα. Περαιτέρω, όπως απεδείχθη από τις μαρτυρικές καταθέσεις των ιατρών, ο αναισθησιολόγος δεν προέβη σε κάποιο σφάλμα ως προς τη διαδικασία χορήγησης της αναισθησίας, ενώ κατόπιν δεν παρέλειψε κάποια ενέργεια η οποία θα βελτίωνε με βεβαιότητα την κατάσταση της παθούσας.