6 Σεπ 2022
Η μη πρόβλεψη από την κείμενη νομοθεσία χρηματικής αποζημίωσης σε περίπτωση μη χορήγησης στους πυροσβεστικούς υπαλλήλους του νόμιμου χρόνου πρόσθετης ανάπαυσης δεν αναιρεί το κανονιστικό περιεχόμενο των άρθρων 23 παρ.5 του Π.Δ. 210/1992, 1 παρ.6 και 10 του Ν.1157/1981, τα οποία επιβάλλουν επιτακτικά («πάντοτε») την παροχή αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης εντός μάλιστα της επόμενης εβδομάδας από αυτήν της επιπλέον ημέρας απασχόλησης. Ομοίως, η μη πρόβλεψη της ως άνω χρηματικής αποζημίωσης στην κείμενη εθνική νομοθεσία δεν δύναται να ακυρώνει την πρακτική αποτελεσματικότητα και το ωφέλιμο αποτέλεσμα της υπέρτερης τυπικής ισχύος Οδηγίας 2003/88. Η εν λόγω Οδηγία τυγχάνει εφαρμογής και στις δραστηριότητες των πυροσβεστικών υπαλλήλων επιτρέπει δε εξαιρέσεις όσον αφορά την ανάπαυσή τους, αποκλειστικά αν από το σύνολο των περιστάσεων συγκεκριμένης περίπτωσης συνάγεται ότι η εκτέλεση της αποστολής τους έλαβε χώρα στο πλαίσιο έκτακτων συμβάντων, των οποίων η βαρύτητα και η κλίμακα επιβάλλουν τη λήψη μέτρων αναγκαίων για την προστασία της ζωής, της υγείας καθώς και της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, η δε ορθή εκτέλεση των μέτρων αυτών θα διακυβευόταν αν έπρεπε να τηρηθούν όλοι οι κανόνες της Οδηγίας, ζήτημα το οποίο ελέγχεται από το εθνικό δικαστήριο. Και ναι μεν η ειδική σχέση εξουσιάσεως με το κράτος των υπηρετούντων στα σώματα ασφαλείας, μεταξύ των οποίων και οι μόνιμοι υπάλληλοι του Πυροσβεστικού Σώματος, συνεπάγεται και αυξημένες υπηρεσιακές (και εξωυπηρεσιακές) υποχρεώσεις και καθιστά συνταγματικά επιτρεπτούς ορισμένους πρόσθετους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων τους, οι εν λόγω όμως περιορισμοί, πέραν του ότι θα πρέπει να δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσεώς τους με το κράτος και τις απορρέουσες από τη σχέση αυτή υποχρεώσεις, ελέγχονται πάντως με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι, η επί μακρόν χρόνο πρακτική της υπηρεσίας να μην χορηγεί στους υπαλλήλους του Πυροσβεστικού Σώματος τις οφειλόμενες ημερήσιες αναπαύσεις για την τακτική αναπλήρωση των σωματικών και πνευματικών τους δυνάμεων, ανεξαρτήτως αν υπαγορεύεται από απολύτως δικαιολογημένους λόγους επιχειρησιακής ετοιμότητας, οδηγεί πάντως κατ’ ουσίαν σε αναίρεση του προβλεπόμενου ειδικώς από τις ανωτέρω διατάξεις δικαιώματος των υπαλλήλων του Πυροσβεστικού Σώματος για χορήγηση αναλόγου χρόνου πρόσθετης ανάπαυσης. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η προστασία της επαγγελματικής υγείας των εργαζομένων, θεμελιώδη διάσταση της οποίας αποτελεί και η χορήγηση ικανού χρόνου ανάπαυσης, συνιστά αναπαλλοτρίωτο έννομο αγαθό και των υπηρετούντων στα σώματα ασφαλείας, η στέρηση του ανωτέρω δικαιώματος για διάστημα που υπερβαίνει το εύλογο, εκτεινόμενο ενίοτε σε μεγάλο μέρος του εργασιακού βίου του υπαλλήλου, ανατρέπει τη δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις της δημόσιας υπηρεσίας και στο θεμελιώδες δικαίωμα για ανάπαυση του εργαζομένου, επιρρίπτοντας αδυναμίες που αφορούν την (υπό)στελέχωση και εν γένει πλημμελή οργάνωση της υπηρεσίας αποκλειστικά σε βάρος των εκάστοτε εν ενεργεία υπαλλήλων. Η επί μακρόν και οπωσδήποτε πέραν του εύλογου χρόνου μετά την από την επόμενη εβδομάδα από αυτήν της επιπλέον ημέρας απασχόλησης, στέρηση του δικαιώματος για χορήγηση ισοδύναμων περιόδων αντισταθμιστικής ανάπαυσης, η οποία άλλωστε έχει νόημα ως προς τον λειτουργικό σκοπό της, εφόσον λαμβάνει χώρα σε χρονική συνάφεια σε σχέση με την επιπλέον απασχόληση, δύναται να επιφέρει προσβολή της επαγγελματικής υπόστασης και της προσωπικότητάς των υπαλλήλων και συνακόλουθα ηθική βλάβη. Τούτο καθόσον το δικαίωμα των πάσης φύσεως εργαζομένων και απασχολουμένων για ελεύθερο χρόνο, ως τακτικό διάλειμμα της εβδομαδιαίας εργασίας τους, υπηρετεί, με την φυσική και ψυχική ανανέωση που προσφέρει η τακτική αργία εντός της κάθε εβδομάδας εργασίας, την υγεία και την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας των εργαζομένων (άρθρα 5 παρ. 1 Συντάγματος).