10 Ιουλ 2023
Τέθηκε το ερώτημα ενώπιον του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αν η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων οφείλει να χορηγήσει στοιχεία και πληροφορίες (φορολογικά στοιχεία) ανώνυμης εταιρείας στην ανεξάρτητη διοικητική αρχή «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα», η οποία διενεργεί έλεγχο στην εν λόγω εταιρεία, κατόπιν αναφοράς - καταγγελίας φυσικού προσώπου, αλλά και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 4624/2019, λαμβάνοντας υπόψη και τις διατάξεις (άρθρο 17 ν. 4987/2022) περί φορολογικού απορρήτου. Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 4624/2019 εξειδικεύονται οι ελεγκτικές ερευνητικές αρμοδιότητες της Αρχής, που προβλέπονται στο άρθρο 58 του ΓΚΠΔ. Ειδικότερα, η αρμοδιότητα της Αρχής ασκείται κατά ρητή πρόβλεψη της εν λόγω διάταξης είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν καταγγελίας και, από τη συνδυαστική ανάγνωση των δύο παραγράφων ασκείται, είτε σε γενικό – αφηρημένο επίπεδο διακρίβωσης οποιωνδήποτε παραβιάσεων περί των προσωπικών δεδομένων (παρ. 1), είτε στο πλαίσιο ποινικής προδικασίας αφού τα μέλη της Αρχής που διενεργούν τους ελέγχους, κατονομάζονται ως ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι (παρ. 2). Κρίσιμο ως προς την ευρύτητα δράσης με την οποία ο νομοθέτης περιέβαλε την Αρχή και τα μέλη της κατά τη διενέργεια ελέγχων είναι το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2, σύμφωνα με το οποίο «Οι δημόσιες αρχές παρέχουν τη συνδρομή τους στην Αρχή για τη διενέργεια του ελέγχου». Για λόγους συστηματικής ενότητας και προς επίτευξη της μέγιστης αποτελεσματικότητας της ελεγκτικής αρμοδιότητας της Αρχής γίνεται δεκτό ότι η συνδρομή αυτή εκ μέρους των δημοσίων αρχών παρέχεται σε αυτήν και στις δύο περιπτώσεις διενέργειας ελέγχων. Η συνδρομή νοείται τόσο ως αποθετική, υπό την έννοια της μη παρεμπόδισης της Αρχής κατά την άσκηση του έργου της, όσο και ως θετική, υπό την έννοια της παροχής σε αυτήν όλων των κρίσιμων στοιχείων, καθώς και της συνεργασίας με τα μέλη της. Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 15 δόθηκε η δυνατότητα στην Αρχή να έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του εκτελούντος την επεξεργασία, περιλαμβανομένων κάθε εξοπλισμού και μέσου επεξεργασίας δεδομένων. Επίσης, να αποκτά από τους παραπάνω (υπεύθυνο επεξεργασίας και τον εκτελούντα επεξεργασία) πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας και σε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για τους σκοπούς του σχετικού ελέγχου χωρίς να μπορεί να της αντιταχθεί κανενός είδους απόρρητο. Η μη αντίταξη έναντι της Αρχής οποιουδήποτε απορρήτου, άρα και του φορολογικού, διασφαλίζει την εκτέλεση του ειδικού θεσμικού ρόλου της Αρχής, που είναι «η πλήρης αποτελεσματικότητα των, σχετικών με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κανόνων του δικαίου της Ένωσης». Αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή το άρθρο 17 του ν. 4987/2022 περί φορολογικού απορρήτου καταλαμβάνει και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ότι η Αρχή δεν έχει πρόσβαση στα φορολογικά δεδομένα της ελεγχόμενης εταιρείας, θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εξουσιών της, ως εποπτικής Αρχής, κατά παράβαση του Κανονισμού και του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση, ο εθνικός νομοθέτης με το άρθρο 15 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του ν. 4624/2019 όρισε ρητά τα στοιχεία στα οποία, κατ’ εξαίρεση, η Αρχή δεν έχει πρόσβαση κατά την διενέργεια των ελέγχων της. Έτσι, τα στοιχεία στα οποία η Αρχή δεν έχει πρόσβαση είναι μόνο τα στοιχεία ταυτότητας συνεργατών ή υπαλλήλων οντοτήτων που περιέχονται σε αρχεία που τηρούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων. Εν προκειμένω, η ελεγχόμενη Α.Ε., η οποία, όπως προκύπτει από τους σκοπούς οι οποίοι αναφέρονται στο καταστατικό της, μπορεί να ενεργεί, είτε ως υπεύθυνη επεξεργασίας, είτε ως εκτελούσα την επεξεργασία σε σχέση με τις διερευνώμενες δραστηριότητες (ενδεχόμενη εγκατάσταση κατασκοπικού λογισμικού σε τερματικές συσκευές αγνώστων επί του παρόντος προσώπων), οφείλει να χορηγήσει στην Αρχή όλα τα δεδομένα και όλες τις αιτούμενες πληροφορίες, τα οποία είναι αναγκαία, κατά την κρίση της Αρχής (άρθρο 57 του Κανονισμού) για την πρόοδο του ελέγχου και την εκτέλεση των καθηκόντων της χωρίς να μπορεί να της αντιτάξει το φορολογικό απόρρητο. Εφόσον, λοιπόν, η ελεγχόμενη εταιρεία δεν μπορεί να αντιτάξει έναντι της Αρχής το φορολογικό απόρρητο των στοιχείων που επεξεργάζεται και των πληροφοριών των σχετικών με τον τεχνολογικό εξοπλισμό και τα μέσα που χρησιμοποιεί για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, δεν μπορεί, περαιτέρω, η ίδια ή οι τρίτοι τους οποίους αφορούν ορισμένα από τα αιτούμενα στοιχεία (πελάτες και προμηθευτές) να αξιώσουν από τη Φορολογική Αρχή (ΑΑΔΕ), ως αρμόδια δημόσια αρχή, την προστασία των εν λόγω πληροφοριών έναντι της εποπτικής αρχής που είναι επιφορτισμένη με την προστασία τους, καθώς και με την αποτελεσματική και συνεκτική εφαρμογή του Κανονισμού και είναι εξοπλισμένη με συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρμοδιότητες. Έναντι αυτής κάμπτεται η προστασία του απορρήτου των φορολογικών δεδομένων της ελεγχόμενης εταιρείας και των συναλλασσόμενων με αυτή προσώπων, αναφορικά με τις ερευνώμενες εκ μέρους της Αρχής συναλλαγές. Η κάμψη του εν λόγω φορολογικού απορρήτου δεσμεύει και την οικεία φορολογική αρχή (ΑΑΔΕ), η οποία στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να αντιτάξει για τα ως άνω πρόσωπα (ελεγχόμενη εταιρεία και τρίτους) το φορολογικό απόρρητο έναντι της ως άνω Αρχής. Κατόπιν των ανωτέρω, γίνεται δεκτό ότι η φορολογική αρχή (ΑΑΔΕ), η οποία υπέχει υποχρέωση συνδρομής προς την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, οφείλει να της παράσχει πρόσβαση στα αιτούμενα στοιχεία για την ουσιαστική, αποτελεσματική και αξιόπιστη εκπλήρωση της αποστολής ελέγχου της εταιρείας, που αφορά το ερώτημα, για την οποία υπάρχουν υπόνοιες για παραβατική συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση, η παροχή των αιτούμενων στοιχείων δεν συνιστά αθέμιτη κοινοποίησή τους σε τρίτους, αλλά γνωστοποίηση στο κατ’ εξοχήν θεσμικά αρμόδιο πολιτειακό όργανο συνταγματικής περιωπής, του οποίου τα μέλη είναι εξοπλισμένα με υψηλά εχέγγυα προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, χωρίς ιεραρχικές δεσμεύσεις και με βασική αποστολή τη διασφάλιση της παροχής της μέγιστης προστασίας ή της «υψηλού επιπέδου» προστασίας στο κρίσιμο θεμελιώδες δικαίωμα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και του οποίου, άλλωστε, όλα τα κρατικά όργανα έχουν υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή του. Εξάλλου, στο ίδιο το οργανωτικό πλαίσιο λειτουργίας της Αρχής (άρθρο 16 παρ. 1 ν. 4624/2019) ρητά ορίζεται ότι ο Πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται στο καθήκον εχεμύθειας, γεγονός που υποδηλώνει τη σαφή βούληση του νομοθέτη να κατοχυρώσει το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που διαβιβάζονται στην Αρχή κατά τη διενέργεια ερευνών και ελέγχων, αναγορεύοντας αυτήν σε εγγυητή και του φορολογικού απορρήτου στις περιπτώσεις εκείνες που είναι αναγκαία η πρόσβαση σ’ αυτό για την υποβοήθηση του έργου της. (μειοψ.). Με βάση τα παραπάνω, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Β’ Τμήμα) γνωμοδότησε, κατά πλειοψηφία, ότι η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (φορολογική αρχή) δεν μπορεί να αντιτάξει το φορολογικό απόρρητο έναντι της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αλλά οφείλει, ως αρμόδια δημόσια αρχή να χορηγήσει τα αιτούμενα στοιχεία για την ελεγχόμενη ανώνυμη εταιρεία.