21 Φεβ 2020
Το επίμαχο σχέδιο νόμου, εφόσον εξακολουθεί να στηρίζεται, όπως και ο προηγούμενος ασφαλιστικός νόμος 4387/2016, στην ενιαία ασφαλιστική αντιμετώπιση προσώπων που σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο σύνολό του. Ειδικότερα νομικά ζητήματα εντοπίζονται στα άρθρα 20, 21, 24, 25 και 27 του σχεδίου νόμου. Σημαντικά ζητήματα συνταγματικότητας του ν. 4387/2016 έχουν παραπεμφθεί από Τμήματα του Δικαστηρίου και εκκρεμούν ενώπιον της Ολομελείας, ως δικαιοδοτούντος οργάνου. Μεταξύ των ζητημάτων αυτών συγκαταλέγονται: η υπαγωγή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και των στρατιωτικών σε ενιαίο με τους λοιπούς εργαζομένους φορέα ασφάλισης χωρίς διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κεφαλαίου των μεν και των δε· ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης των πρώτων, η οποία πλέον δεν δομείται εξ ολοκλήρου πάνω στην αρχή της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης· ο χαρακτήρας του Δημοσίου ως ευθέως και βασικώς ευθυνομένου για την καταβολή των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους και στους στρατιωτικούς. Ειδικότερα, ως προς το άρθρο 24 του σχεδίου επισημαίνεται το εξής: επί της τροποποιούμενης παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 δεν παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου οι λόγοι που επιβάλλουν τη χρονική παράταση μέχρι και το 2024 στον τρόπο αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών με βάση τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή καθώς και οι λόγοι της μετάθεσης από το 2025 του τρόπου προσαύξησής τους με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών. Επί της τροποποιούμενης παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 η αναφορά που γίνεται στην αιτιολογική έκθεση στις αρχές της ανταποδοτικότητας εισφορών και παροχών και της ανάγκης διασφάλισης από το χορηγούμενο ύψος του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ενός αναξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των ασφαλισμένων του δημοσίου τομέα μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, παρίσταται αδόκιμη, δοθέντος ότι όσον αφορά στους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς και στους στρατιωτικούς οι αρχές που διέπουν το ειδικό συνταξιοδοτικό τους καθεστώς είναι αυτές της αναλογικότητας και της κατά το δυνατόν τήρησης εύλογης αναλογίας των συντάξεών τους με τις αποδοχές ενεργείας τους. Περαιτέρω, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 25 του σχεδίου, όπως έχει διατυπωθεί, φαίνεται να υπάγονται και οι συνταξιούχοι που είχαν ήδη αναλάβει εργασία ή είχαν ήδη αποκτήσει ιδιότητα ή δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016) και οι ακαθάριστες συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές, έχουν ήδη υποστεί περικοπή σε ποσοστό 60%, σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του ν. 4387/2016, όπως σήμερα ισχύει. Έτσι όμως προκύπτει και αναδρομική ισχύς της διάταξης, με συνέπεια ενδεχομένως να προκύπτουν αξιώσεις για επιστροφή της προκύπτουσας διαφοράς μεταξύ του αρχικώς θεσπισθέντος ποσοστού μείωσης της τάξης του 60% και της προβλεπόμενης με τη νέα διάταξη μείωσης του 30%. Πρέπει να διευκρινισθεί αν οι συνταξιούχοι του Ε.Φ.Κ.Α. που από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 (12.5.2016) είχαν αναλάβει εργασία ή απέκτησαν ιδιότητα ή δραστηριότητα σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, οι οποίοι θα έχουν συμπληρώσει το 61ο και 62ο έτος της ηλικίας τους στις 28.2.2021 και την 1.3.2021 αντίστοιχα, υπάγονται στον κανόνα του αμέσως προηγούμενου εδαφίου, και οι ακαθάριστες κύριες και επικουρικές συντάξεις καθώς και οι προσυνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 30%. Υπό την εκδοχή ότι η διάταξη είναι αναδρομική, ενδείκνυται να ρυθμιστεί το ζήτημα που τίθεται για όσους εξ αυτών, μετά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12.5.2016), είχαν αναλάβει εργασία ή είχαν ήδη αποκτήσει ιδιότητα ή δραστηριότητα σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και η καταβολή της σύνταξής τους είχε ανασταλεί πλήρως, σύμφωνα με τη διάταξη της ήδη ισχύουσας παρ. 2 του άρθρου 20. Επιπλέον, οι διατάξεις του άρθρου 27 καθιστούν ευνοϊκότερες τις ρυθμίσεις για τους συνταξιούχους που αναλαμβάνουν εργασία υπαγόμενη στον Ε.Φ.Κ.Α. (με τη μείωση του ποσοστού της παρακρατούμενης συντάξεως) ή σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ειδικότερα (με τη θέσπιση ορίου ηλικίας για την πλήρη αναστολή της συντάξεως), καθώς και με τον καθορισμό ανωτάτου ορίου καταλογισμού σε βάρος του συνταξιούχου, δεν δικαιολογείται επαρκώς η ευμενής ρύθμιση της παρ. 5, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο ερμηνεύον τις πάγιες διατάξεις του Συνταξιοδοτικού Κώδικα έχει αποφανθεί ότι ο χρόνος υπηρεσίας που διανύεται μετά την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία δεν προσμετράται ως συντάξιμος στην υπηρεσία της προγενέστερης θέσης, βάσει της οποίας δικαιώθηκε ήδη συντάξεως. Επί της παραγράφου 7 του νέου άρθρου 20 του σχεδίου επισημαίνεται ότι στο εδ. β΄ προβλέπεται ότι σε περίπτωση παράλειψης υποβολής δήλωσης από τον συνταξιούχο προς τον φορέα κύριας ασφάλισης του Ε.Φ.Κ.Α. ότι ανέλαβε εργασία ή απέκτησε ιδιότητα ή δραστηριότητα που υπάγεται υποχρεωτικά στον Ε.Φ.Κ.Α., καταλογίζεται με ποσό ίσο με το ύψος δώδεκα μηνιαίων συντάξεων. Η ρύθμιση αυτή, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένο ποσό καταλογισμού χωρίς το ποσό αυτό να συναρτάται ούτε με τον χρόνο που διήρκεσε η παράλειψη, ούτε με την ωφέλεια που αποκόμισε ο συνταξιούχος από αυτήν (ανάλογα με το αν θα έπρεπε να του καταβληθεί μειωμένη σύνταξη, κύρια και επικουρική ή να ανασταλεί πλήρως η καταβολή τους) ενδέχεται να εγείρει ζήτημα αντίθεσής της προς την αρχή της αναλογικότητας.
ΕλΣυν Πρακτ. 1ης Ειδ. Συν. Ολομ/12.02.2020 - Πλήρες κείμενο »