Πρόσφατη νομολογία


5 Νοε 2021

ΕλΣυν Ολ 1386/2021: Δημοσιονομική Διόρθωση-προστασία διοικουμένου-δέσμευση ή όχι από προσυμβατικό έλεγχο

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (ΕΦΚΑ) κατά της …/…/23.1.2009 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του ανωτέρω δημοσιονομική διόρθωση για το ποσό των 6.000.000,00 ευρώ που φέρεται να εισέπραξε αχρεώστητα για την υλοποίηση της πράξης «Παροχή υπηρεσιών σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα για την εξάπλωση του συστήματος διαχείρισης ζήτησης υπηρεσιών υγείας», στο πλαίσιο του Μέτρου 2.2. «Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση για την εξυπηρέτηση του πολίτη» του Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΕΠ) «Κοινωνία της Πληροφορίας». Το κεντρικό ζήτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση είναι αν ελεγκτικό όργανο του Υπουργείου Οικονομικών που ασκεί αρμοδιότητες προβλεπόμενες από νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαιούται να αναδείξει νομικές πλημμέλειες σε συγχρηματοδοτηθείσα από εθνικούς και ενωσιακούς πόρους σύμβαση, στην περίπτωση που η σύμβαση αυτή υπέστη προσυμβατικό έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατ’ άσκηση από αυτό της οικείας υποχρεωτικής συνταγματικής του αρμοδιότητας χωρίς να αναδειχθεί στον προσυμβατικό έλεγχο του Δικαστηρίου η νομική πλημμέλεια την οποία ανέδειξε το όργανο του Υπουργείου Οικονομικών. Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης είναι δεόντως αιτιολογημένη, καθόσον φέρει επί του σώματος αυτής την αναγκαία ιστορική και νομική αιτία επιβολής της διόρθωσης, που συμπληρώνεται με παραπομπή στην οικεία έκθεση ελέγχου, η δε αιτιολογία στηρίζεται αποκλειστικά στην ανάθεση του επίμαχου έργου στην ανάδοχο εταιρεία, παρότι η οικονομική προσφορά της υπερέβαινε την καθορισθείσα στη διακήρυξη προϋπολογισθείσα δαπάνη κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 του Κανονισμού 1260/1999 και του άρθρου 20 παρ. 2 περ. 12 εδαφ. γ΄ και 4 του π.δ/τος 394/1996. Περαιτέρω, επί συγχρηματοδοτουμένων από την Ένωση προγραμμάτων που διέπονται από τους Κανονισμούς (ΕΚ) 1260/1999, 438/2001 και τον Κανονισμό (FK ΕΥΡΑΤΟΜ) 2988/1995 οι εθνικές αρχές οφείλουν να διενεργούν ελέγχους συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, να αποκλείουν δε από την ενωσιακή χρηματοδότηση και να ανακτούν τους πόρους που διατέθηκαν από τα προγράμματα αυτά για ενισχύσεις που χορηγήθηκαν κατά παράβαση της νομοθεσίας της Ένωσης που στοιχειοθετεί την έννοια της παρατυπίας. Προς τον σκοπό αυτόν η εθνική νομοθεσία έχει προβλέψει ειδικά όργανα και ειδική διαδικασία ελέγχου, με την εγκαθίδρυση «εθνικού συστήματος δημοσιονομικών διορθώσεων» αντικείμενο των ενεργειών του οποίου είναι η ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών από πόρους του κρατικού προϋπολογισμού για την υλοποίηση συγχρηματοδοτουμένων από την Ένωση προγραμμάτων. Τα όργανα αυτά, αν και καθοδηγούνται κατά την ελεγκτική τους δραστηριότητα από τον στόχο εντοπισμού και θεραπείας παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, ήτοι της διασφάλισης της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, δεν παύουν πάντως να αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της εθνικής έννομης τάξης, οφείλοντα σεβασμό στις διατάξεις του Συντάγματος και της σύμφωνης προς αυτό νομοθεσίας. Τέτοια είναι και η περίπτωση όπου τα όργανα αυτά καλούνται να ελέγξουν τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης σύμβασης η οποία είχε ήδη, πριν από την υπογραφή της, υποστεί τον κατά το άρθρο 98 παρ. 1 β΄ του Συντάγματος έλεγχο από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η εθνική έννομη τάξη και η έννομη τάξη της Ένωσης δεν λειτουργούν αυτοαναφορικά, η κάθε μια κινούμενη αυτοτελώς στο δικό της πεδίο δικαιοδοσίας, αλλά τελούν σε διαλεκτική σύζευξη διώκουσες συνεργατικά τη θεραπεία ταυτόσημων νομικών αρχών και αξιών. Περαιτέρω, κατά το δίκαιο της Ένωσης, η έννομη τάξη αυτής δεν μπορεί να ιεραρχηθεί ως στοιχείο της πυραμίδας κανόνων της εθνικής έννομης τάξης, αλλά το δίκαιο που παράγεται από αυτή εντός του πλαισίου των δοτών της αρμοδιοτήτων, έχοντας αυτοτελή προέλευση, διεκδικεί προτεραιότητα εφαρμογής (primauté) έναντι του εθνικού, εκτοπίζοντας το εθνικό δίκαιο στο πεδίο των δοτών αρμοδιοτήτων της όπου και όταν το εθνικό δεν είναι συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης. Στην εθνική έννομη τάξη η ως άνω υποχώρηση του εθνικού δικαίου έναντι του ενωσιακού δεν θέτει ζήτημα συνταγματικότητας με βάση τις ρυθμίσεις του άρθρου 28 του Συντάγματος και την ερμηνευτική δήλωση επί αυτού, δοθέντος ότι προς διευκόλυνση της πορείας της Ελλάδος προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επιτρέπεται, υπό τους όρους που τίθενται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας χάριν υποδοχής του δικαίου της Ένωσης. Εξ άλλου, ναι μεν δεν μπορεί να αποκλεισθεί θεωρητικώς η σύγκρουση αντίρροπης συνταγματικής ρύθμισης διεκδικούσης κατίσχυση προς ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης, όμως η απαίτηση εναρμόνισης των εννόμων τάξεων, εθνικής και ενωσιακής, που απορρέει από την διαλεκτική τους σύζευξη για τη θεραπεία κοινών αρχών και αξιών, επιβάλλει στον εθνικό δικαστή, που είναι συγχρόνως και δικαστής της Ένωσης, όταν εφαρμόζει το δίκαιο αυτής, να ερμηνεύει τον συνταγματικό κανόνα στην κατεύθυνση που αποτυπώθηκε στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 του Συντάγματος. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποδοθεί στο δίκαιο της Ένωσης η έννοια ότι δι’ αυτού παρασχέθηκε στο ελεγκτικό όργανο του Υπουργείου Οικονομικών η εξουσία να αγνοεί, επικαλούμενο την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκούντος την κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητά του επί των δημοσίων συμβάσεων, στην οποία μάλιστα, όπως ήδη εκτέθηκε, ενσωματώνεται ως αναγκαίο στοιχείο αυτής και κρίση περί τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης της ελεγχόμενης σύμβασης και της διαδικασίας από την οποία προέκυψε. Συγχρόνως και η κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί της νομιμότητας ενός ελεγχόμενου από αυτό σχεδίου συμβάσεως δεν δύναται, χάριν διαφύλαξης της πρακτικής αποτελεσματικότητας του ελέγχου του Συνεδρίου, να θωρακίζεται κατά τρόπο απόλυτο αποκλείοντας οποιαδήποτε συνεκτίμηση της βαρύτητας του πλήγματος που κινδυνεύει να υποστεί, λόγω της απολυτότητας αυτής, η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Όταν το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση του προσυμβατικού του ελέγχου έχει αποφανθεί ρητώς επί ζητήματος, η κρίση του αυτή δεν δύναται να αμφισβητηθεί από κανένα όργανο εντασσόμενο στην εκτελεστική λειτουργία, εκτός αν αυτό επικαλείται ad hoc μεταγενέστερη αντίθετη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έννοια της οποίας είναι αναμφισβήτητη. Περαιτέρω, δοθέντος ότι διά του προσυμβατικού ελέγχου που ασκεί το Ελεγκτικό Συνέδριο αναζητούνται μόνον ουσιώδεις πλημμέλειες του σχεδίου της σύμβασης και της διαδικασίας από όπου προήλθε, δεν αποκλείεται, υπό την επιφύλαξη όσων εκτίθενται στη συνέχεια, να αναδειχθούν από ελεγκτικό όργανο διοικητικού χαρακτήρα πλημμέλειες μη ουσιώδεις κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι οποίες όμως υπό το πρίσμα των αρμοδιοτήτων των εν λόγω οργάνων να θεωρούνται ικανές να προκαλέσουν τη λήψη κυρωτικών μέτρων. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τυγχάνουν σεβασμού οι θεμελιώδεις δικαιικές αρχές που διέπουν την εθνική και την ενωσιακή έννομη τάξη, ως η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της οποίας η ισχύς αναγνωρίζεται και διασφαλίζεται ως κοινό αξιακό αγαθό και από τις δύο. Το δικάσαν Τμήμα εσφαλμένως εφήρμοσε την αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και απέρριψε τον προβληθέντα ενώπιόν του ισχυρισμό αναφορικά με τη δημιουργία πεποίθησης στον τελικό δικαιούχο ως προς τη νομιμότητα της διαγωνιστικής διαδικασίας για την ανάθεση της σύμβασης επί της οποίας είχε αποφανθεί οριστικά και τελεσίδικα το Ελεγκτικό Συνέδριο με την 65/2003 απόφασή του. . Η Ολομέλεια επιλύει συνεπώς το κεντρικό ζήτημα όχι επί τη βάσει του κριτηρίου της υπεροχής των εννόμων τάξεων που εμφανίζεται να συγκρούονται στην κρινόμενη υπόθεση αλλά του σεβασμού που προσήκει στην κατοχυρούμενη ομοίως και από τις δύο έννομες τάξεις αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. (Μειοψ.).


Σύνδεσμος

ΕλΣυν Ολ 1386/2021 - Πλήρες κείμενο »