9 Απρ 2019
Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των δημόσιων εν γένει λειτουργών και υπαλλήλων, ως εκ του ερείσματος αυτού επί του Συντάγματος αλλά και λόγω της φύσης αυτού ως περιουσιακού δικαιώματος, προστατεύεται και υπό την όψη αυτού ως θεμιτής προσδοκίας των ακόμη εν ενεργεία εργαζομένων προς λήψη συντάξεως στο μέλλον. Πάντως, παραβιάζεται η θεμιτή προσδοκία του εξερχόμενου της ενεργού υπηρεσίας δημοσίου εν γένει λειτουργού ή υπαλλήλου όταν, δυνάμει αλλαγής του νομοθετικού καθεστώτος που επισυμβαίνει εγγύς του χρόνου της συνταξιοδότησής του, υφίσταται τέτοια μείωση στη συνταξιοδοτική παροχή που ανέμενε υπό το προϊσχύσαν καθεστώς ώστε ουσιαστικώς να αναιρείται ο πυρήνας του θεμελιώδους δικαιώματος αυτού στη σύνταξη. Ως κριτήρια προς εκτίμηση από το Δικαστήριο αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση αναιρέσεως του πυρήνα του ως άνω δικαιώματος μπορεί να χρησιμοποιηθούν (i) το ποσοστό της μείωσης που υφίσταται ο δικαιούχος υπό το νέο καθεστώς, (ii) ο μέσος όρος του ποσού συντάξεως στη χώρα κατά το έτος κανονισμού της σύνταξης, (iii) το ποσό της κατώτατης σύνταξης κατά το ίδιο έτος, (iv) το όριο της φτώχειας επίσης κατά το ίδιο κρίσιμο έτος, (v) αν ο δικαιούχος μπορούσε να παραμείνει στην υπηρεσία, (vi) σε ποια ηλικία συνταξιοδοτήθηκε, (vii) ποιος ήταν ο χρόνος υπηρεσίας αυτού. Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο του οριακού ελέγχου που ασκεί εν προκειμένω, κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης ως εφαρμόζεται στην εκκαλούσα. Σε ό,τι αφορά το κριτήριο διαφοροποίησης αυτής από τις λοιπές συγκρίσιμες με αυτήν περιπτώσεις, ήτοι, το κριτήριο εκ της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, είναι αυθαίρετο και άρα αντίθετο στην αρχή της ισότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι το κριτήριο αυτό, συναρτώμενο με την εκδήλωση βουλήσεως εκ μέρους του δικαιουμένου σύνταξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόσφορο σε σχέση μάλιστα με άλλα κριτήρια τα οποία ο νομοθέτης, διαθέτων σχετικώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, δύναται να θεσπίσει. Περαιτέρω, εφόσον τη βάση του νέου συστήματος αποτέλεσε η ανάγκη εξυγίανσης του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος της χώρας με τη δημιουργία ενιαίου φορέα ασφάλισης, τότε για να δικαιολογηθεί μια ενδεχομένως ουσιώδης διαφοροποίηση ως προς το ύψος της συνταξιοδοτικής παροχής μεταξύ των συνταξιοδοτηθέντων υπό το παλαιό και αυτών που συνταξιοδοτούνται υπό το νέο καθεστώς, πρέπει να συντρέχουν σοβαροί ουσιαστικοί λόγοι, πέραν αυτού που στηρίζεται στο κριτήριο του χρόνου συνταξιοδότησης. Όμως, εν όψει του μεταβατικού χαρακτήρα των ρυθμίσεων που εφαρμόσθηκαν στην εκκαλούσα και, ειδικότερα, των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων που αυτές παρήγαγαν στην κρινόμενη περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας. Ενόψει του μεγάλου όγκου των υποθέσεων που εκτιμάται ότι θα προκύψουν από τον κανονισμό των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών με βάση τις διατάξεις του ν. 4387/2016, των ζητημάτων που ανακύπτουν σχετικά με τη συνταγματικότητα ενός πλήθους διατάξεων του αυτού νόμου και της διαπίστωσης ότι δεν υφίσταται απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που να έχει επιλύσει τα ζητήματα που τίθενται στην κρινόμενη υπόθεση, η έφεση παραπέμπεται στην Ολομέλεια. (Μειοψ.).