23 Αυγ 2022
Η παράλειψη του νόμου να ορίσει προφορική συζήτηση, έστω και κατά τα πλαίσια του άρ. 237 ΚΠολΔ ή του άρ. 4β΄ παρ. 1 εδ. α΄ του Ν. 3869/2010 οδηγεί σε αντισυνταγματικότητα μέσω της απευθείας χρέωσης της υπόθεσης σε Ειρηνοδίκη, προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί της αίτησης πτώχευσης βάσει εγγράφων χωρίς προφορική διαδικασία. Κατόπιν τούτων, καθώς υφίσταται ηθελημένο νομοθετικό κενό και καθώς ο σκοπός του νομοθέτη είναι η απλοποίηση της εκδίκασης των υποθέσεων πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου και η επιτάχυνσή τους, πρέπει το κενό αυτό να καλυφθεί μέσω της αναλογικής εφαρμογής του άρ. 237 παρ. 4 εδ. α΄ και γ΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την εφαρμογή του Ν. 4842/2020, και πλέον του άρ. 237 παρ. 6 εδ. α΄ και γ΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει, τα οποία προσομοιάζουν περισσότερο με τους στόχους του νομοθέτη, και όχι του άρ. 748 παρ. 1 ΚΠολΔ. Κατά δε το άρ. 237 παρ. 4 εδ. ζ΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την εφαρμογή του Ν. 4842/2020, και πλέον 237 παρ. 6 εδ. ζ΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει, αναλογικά εφαρμοζόμενα «κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους». Η «τυπική» αυτή συζήτηση είναι απαραίτητη κατά τα προρρηθέντα, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι συνταγματικά κατοχυρωμένες με το άρ. 93 του Συντάγματος ανάγκες της αρχής της δημοσιότητας των συνεδριάσεων, αλλά και για να παρασχεθεί η δυνατότητα διενέργειας ορισμένων διαδικαστικών πράξεων.