Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

1 Δεκ 2021

ΕιδΔικάρθ88§2Σ 256/2021: Συντάξεις δικαστών και δυσαναλογία τους σε σχέση με τις αποδοχές ενεργείας που αυτοί λαμβάνουν

Με την απόφαση 164/2015 του κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου επιλύθηκε και το ζήτημα της συμφωνίας προς τις συνταγματικές διατάξεις που διασφαλίζουν τη δικαστική ανεξαρτησία, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 4051/2012, που αφορά αναπροσαρμογή (μείωση) της κύριας σύνταξης των συνταξιούχων του Δημοσίου γενικά, καθώς και  των άρθρων 11 του ν. 3865/2010 και 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011, οι οποίες αφορούν την εισφορά αλληλεγγύης που επιβλήθηκε, μεταξύ άλλων, στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών. Αναφορικά ωστόσο, με τους συνταξιούχους εν γένει του Δημοσίου και χωρίς να ασκεί επιρροή η δικαστική ή μη ιδιότητα των εναγόντων, ακολούθησαν οι 244/2017 και 504/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την πρώτη εκ των οποίων κρίθηκε ότι οι ανωτέρω διατάξεις είναι αντίθετες προς τις ρυθμίσεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και τις από αυτά απορρέουσες αρχές, με τη δε δεύτερη κρίθηκε ότι οι ίδιες διατάξεις αντίκεινται στις παραπάνω ρυθμίσεις του Συντάγματος και μετά την ένταξή τους στο ενιαίο συνταξιοδοτικό σύστημα του ν. 4387/2016, για το χρονικό διάστημα έως 31.12.2018. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που αφορά την ανωτέρω εισφορά αλληλεγγύης, πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Περαιτέρω, με τις αποφάσεις 1-4/2018 του ιδίου ως άνω Ειδικού Δικαστηρίου κρίθηκε ότι οι διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, κατά το μέρος που αφορούν τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και ελήφθησαν υπόψη για τον επανυπολογισμό των συντάξεων τους, κατά το άρθρο 14 παράγραφοι 1 περ. β και 2 περ. α του ν. 4387/2016, καθώς και οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 13 αυτού, αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς τη δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν τη χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς σύνταξης, που να μην αποκλίνει ουσιωδώς από τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι έχουν τον αυτό βαθμό με εκείνον που κατείχαν οι συνταξιούχοι κατά την έξοδό τους από την ενεργό υπηρεσία, ώστε να διασφαλίζεται σε αυτούς επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογο με το κύρος και την αποστολή του λειτουργήματος που ασκούσαν. Τούτο διότι, κατά τον προσδιορισμό των ανωτέρω περικοπών του ν. 4093/2012 δεν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, την οποία, κατά τα ανωτέρω, κατοχυρώνει το Σύνταγμα ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και, δι’ αυτής, την εξασφάλιση στους πολίτες αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αφού, πέραν του αμιγώς ποσοτικού (αριθμητικού), και ως εκ τούτου απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης, δηλαδή, συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του εν γένει μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, δεν συνεκτιμήθηκαν οι τυχόν επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις σε σχέση με το επιδιωκόμενο οικονομικό όφελος, εάν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και εάν ειδικώς οι συντάξεις αυτών παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, σε σχέση αναλογίας με τις αποδοχές των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, όπως απαιτείται από το Σύνταγμα. Η διαμόρφωση της μηνιαίας καθαρής σύνταξης σε ποσό υπολειπόμενο των μηνιαίων καθαρών αποδοχών ενεργείας ομοιοβάθμων εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, κατά ποσοστό ανώτερο του 40%, συνεπάγεται πράγματι ανατροπή της ως συνταγματικώς επιβαλλόμενης αναλογίας των συντάξεων και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών. Επίσης, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4387/2016, ουδόλως προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο να αφορά ειδικώς το κατοχυρωμένο από τα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών. Αντίθετα, οι δικαστικοί λειτουργοί, εν ενεργεία και συνταξιούχοι, αντιμετωπίστηκαν κατά τρόπο ενιαίο τουλάχιστον με το σύνολο των απασχολούμενων στο Δημόσιο (άμεσα και έμμεσα κρατικά όργανα) και εντάχθηκαν, τόσο στις πάγιες ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου, όσο και στις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 13 αυτού, χωρίς να συνεκτιμηθεί, ειδικώς, κατά τη θέσπιση, με το τελευταίο αυτό άρθρο, ανώτατου ορίου στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, η ιδιαίτερη κατά το Σύνταγμα συνταξιοδοτική τους μεταχείριση και χωρίς να προκύπτει, βάσει συγκεκριμένων εκτιμήσεων, ότι η σκοπούμενη με τις ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου διατήρηση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος δεν ήταν δυνατή, παρά μόνον με τη θέσπιση τέτοιων δραστικών μειώσεων στις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών. Η εφαρμογή των ποσοστών αναπλήρωσης, που θεσπίζονται με το άρθρο 8 του ν. 4687/2016, στο οποίο παραπέμπει ρητώς η περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 ν. 4387/2016, ως εκ του ύψους και της κλιμάκωσής τους συνεπάγεται περαιτέρω διατάραξη της αναλογίας μεταξύ της καταβαλλόμενης στους δικαστικούς λειτουργούς σύνταξης και των αποδοχών ενεργείας. Δοθέντος ότι οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων πρώτου παρ. Β υποπαρ. Β3 του ν. 4093/2012, 6, 8 και 14 του ν. 4387/2016 δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν, ως ανίσχυρες, για τον προσδιορισμό της σύνταξης της ενάγουσας, ήταν εφαρμοστέες οι προϊσχύουσες αυτών διατάξεις. Η κρινόμενη αγωγή παραπέμπεται προς περαιτέρω εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

 

 

Σύνδεσμος

 
ΕιδΔικάρθ88§2Σ 256/2021 - Πλήρες κείμενο