Πρόσφατη νομολογία
9 Σεπ 2025
ΕΔΔΑ Vervele κατά Ελλάδας: Καταδίκη από το ΕΔΔΑ ένεκα έλλειψης αποτελεσματικής ένδικης προστασίας σε περίπτωση υπερβολικής διάρκειας αστικών διαδικασιών
Η προσφεύγουσα, ελληνίδα υπήκοος, κατέθεσε στο ΕΔΔΑ την υπ’ αριθμ. 34012/20 προσφυγή στρεφόμενη κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, με αντικείμενο τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών αστικών δικαστηρίων σχετικά με την αξίωση αποζημίωσης αυτής και την αποτελεσματικότητα του ένδικου βοηθήματος με το οποίο μπορεί να επιδιωχθεί δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή κατά Δημόσιου Νοσοκομείου, στο οποίο εργαζόταν ως καθαρίστρια από το 1984, αιτούμενη την καταβολή ποσού 75.739,72€ ευρώ για προσαυξήσεις μισθού και επιδόματα οφειλόμενα από το Νοσοκομείο από την 1η Ιουνίου 1994 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, βάσει σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Σε συνέχεια των διαδοχικών αναβολών της συζήτησης της δίκης της προσφεύγουσας, η αστική διαδικασία κατέληξε να λάβει υπερβολική διάρκεια σε σχέση με την αξίωση αποζημίωσης αυτής. Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, έχει παγίως κριθεί με τη νομολογία του ότι οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης συνιστούν διαρθρωτικό πρόβλημα, με τις μεγάλες και επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης να συνιστούν ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο που ήταν ικανό να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος. Ακολούθως, η Ελλάδα θέσπισε τον Ν. 4239/2014, με σκοπό τη θέσπιση αποζημίωσης για αδικαιολόγητες καθυστερήσεις σε διαδικασίες ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων, ποινικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ζήτημα της εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων συνδέεται στενά με την ουσία της καταγγελίας της προσφεύγουσας περί μη διαθεσιμότητας αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος για την επίμαχη παραβίαση του δικαιώματός της σε δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Επιπρόσθετα, το ίδιο έχει ορίσει βασικά κριτήρια για την επαλήθευση της αποτελεσματικότητας ενός ένδικου βοηθήματος αποζημίωσης σε σχέση με την υπερβολική διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών. Αυτά τα κριτήρια είναι τα εξής: (α) η αγωγή αποζημίωσης πρέπει να εκδικάζεται εντός εύλογης προθεσμίας· (β) η αποζημίωση πρέπει να καταβληθεί άμεσα και γενικά το αργότερο έξι μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση επιδίκασης αποζημίωσης καθίσταται εκτελεστή· (γ) οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν μια αγωγή αποζημίωσης πρέπει να συμμορφώνονται με την αρχή της δίκαιης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 6 της Σύμβασης· (δ) οι κανόνες που αφορούν τα δικαστικά έξοδα δεν πρέπει να επιβαρύνουν υπερβολικά τους διαδίκους όταν η αγωγή τους είναι δικαιολογημένη· (ε) το επίπεδο της αποζημίωσης δεν πρέπει να είναι παράλογο σε σύγκριση με τις αποζημιώσεις που επιδικάζει το Δικαστήριο σε παρόμοιες υποθέσεις. Όταν ένα Κράτος έχει λάβει νομοθετική πρωτοβουλία εισάγοντας ένα αντισταθμιστικό ένδικο βοήθημα, το Δικαστήριο πρέπει να αφήσει ένα ευρύτερο περιθώριο εκτίμησης στο Κράτος, ώστε να του επιτρέψει να οργανώσει το ένδικο βοήθημα κατά τρόπο που να συνάδει με το δικό του νομικό σύστημα και τις παραδόσεις του, καθώς και με το βιοτικό επίπεδο της οικείας χώρας. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, η άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης θα διευκολυνόταν εάν ο ενάγων είχε τη δυνατότητα να παραπονεθεί για τη διάρκεια της διαδικασίας στο σύνολό της, η οποία εκτείνεται σε διάφορα επίπεδα δικαιοδοσίας. Η δε εύλογη διάρκεια της διαδικασίας πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης και με αναφορά στα ακόλουθα κριτήρια: την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά του εκάστοτε προσφεύγοντος και των αρμόδιων αρχών και τι διακυβευόταν για τον προσφεύγοντα στη ένδικη διαφορά. Τέλος, η χρόνια υπερφόρτωση υποθέσεων στο εσωτερικό σύστημα δεν μπορεί να δικαιολογήσει υπερβολική διάρκεια των διαδικασιών, ούτε το ΕΔΔΑ δύναται να κάνει εικασίες σχετικά με το ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της διαδικασίας επί της έφεσης της προσφεύγουσας επί νομικών ζητημάτων, εάν είχε γίνει δεκτή. Συνεπώς, απορρίπτει την αγωγή περί χρηματικής ζημίας. Καταληκτικά, το ΕΔΔΑ συνεκδίκασε με την ουσία της καταγγελίας βάσει του Άρθρου 13 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 6 § 1 την προκαταρκτική ένσταση της Κυβέρνησης σχετικά με τη μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων και την απέρριψε, κήρυξε παραδεκτές τις αιτιάσεις βάσει των άρθρων 6 § 1 και 13 της Σύμβασης, έκρινε την παραβίαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της Σύμβασης και υποχρέωσε το καθ’ ου η προσφυγή Κράτος να καταβάλει στην προσφεύγουσα, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη τα ποσά των: (α) 11.000 ευρώ συν οποιονδήποτε φόρο που ενδέχεται να οφείλεται, για ηθική βλάβη, (β) 240 ευρώ, (γ) από τη λήξη των προαναφερθέντων τριών μηνών μέχρι την εξόφληση, θα καταβάλλονται απλοί τόκοι επί των εν λόγω ποσών με επιτόκιο ίσο με το οριακό επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την περίοδο αθέτησης, συν τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο
εδώ.