Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

22 Νοε 2017

ΕΔΔΑ: Τσαλικίδης και άλλοι κατά Ελλάδας. Ανεπαρκής και αναποτελεσματική έρευνα των δικαστικών αρχών παραβιάζει το δικαίωμα στη ζωή.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2017 (Υπόθεση Τσαλικίδης και άλλοι κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 73974/14) καταδίκασε την Ελλάδα  για την ανεπαρκή διερεύνηση της υπόθεσης του θανάτου του Κώστα Τσαλικίδη.

Η υπόθεση αφορά την έρευνα για τον θάνατο (Μάρτιος 2005) ενός υπαλλήλου εταιρείας παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, ο οποίος βρέθηκε απαγχονισμένος στο διαμέρισμά του, την ημέρα που η ελληνική κυβέρνηση ενημερώθηκε ότι τα κινητά τηλέφωνα πολλών εκ των μελών της, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, τελούσαν υπό παρακολούθηση. Διεξήχθησαν δύο έρευνες για το θάνατο. Η αρχική έρευνα, μεταξύ των ετών 2005 και 2006, διαπίστωσε ότι η αιτία θανάτου ήταν απαγχονισμός. Η συμπληρωματική έρευνα, μεταξύ των ετών 2012 και 2014, επιβεβαίωσε τα πορίσματα της αρχικής έρευνας, παρόλο που δύο από τους τρεις ιατροδικαστές που συνέταξαν τα εγκληματολογικά πορίσματα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αιτία θανάτου παρέμενε ασαφής. Βασιζόμενη στο άρθρο 2 (δικαίωμα στην ζωή) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), η αιτούσα οικογένεια (αδελφός και γονείς) του εκλιπόντος θεωρεί ότι τόσο η αρχική όσο και η συμπληρωματική έρευνα είχαν σοβαρές ελλείψεις και ότι, συνεπώς, οι αρχές δεν διευκρίνισαν τις περιστάσεις που περιβάλλουν τον θάνατο του συγγενικού τους προσώπου, αμφισβητώντας την εκδοχή της αυτοκτονίας. Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 19 Νοεμβρίου 2014.

Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά το μέρος που αφορούσε την αρχική έρευνα ως απαράδεκτη. Και τούτο, διότι οι προσφεύγοντες δεν τήρησαν τον κανόνα βάσει του οποίου οι προσφυγές πρέπει να υποβάλλονται εντός έξι μηνών από την τελική απόφαση σε εθνικό επίπεδο. Στην υπό κρίση υπόθεση, αυτό θα έπρεπε να γίνει μόλις ο εισαγγελέας επιβεβαίωσε ότι η αρχική έρευνα επρόκειτο αρχειοθετηθεί, δηλαδή το Σεπτέμβριο του έτους 2006. Όσον αφορά τη συμπληρωματική έρευνα, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αυτή ήταν πραγματοποιήθηκε εντός ευλόγου χρόνου, δεδομένου ότι κινήθηκε αμέσως μετά την αίτηση επανεξέτασης των προσφευγόντων και διήρκεσε περίπου δύο χρόνια. Εξάλλου, η έρευνα διεξήχθη από την εισαγγελική αρχή, η οποία διέθετε θεσμική ανεξαρτησία και συμπεριέλαβε τους προσφεύγοντες στα διάφορα στάδια της διαδικασίας. Ωστόσο, ο εισαγγελέας αποφάσισε να ολοκληρώσει τη συμπληρωματική έρευνα, σταχυολογώντας απλώς τα σχετικά μέτρα που είχαν ληφθεί, χωρίς να αναφέρει οποιαδήποτε από τις ασυνέπειες που εντοπίστηκαν στα πορίσματα που συνέταξαν οι τεχνικοί εμπειρογνώμονες κατόπιν αιτήματος των προσφευγόντων. Άλλες αντιφάσεις, όπως η φαινομενική έλλειψη κινήτρου για αυτοκτονία, η οποία επιβεβαιώθηκε στην ψυχιατρική έκθεση, και το θραυσμένο υοειδές οστούν, ένα εύρημα που παραπέμπει σε στραγγαλισμό, δεν ελήφθησαν υπόψη. Επιπλέον, διαπιστώθηκε μια εντυπωσιακή διαφοροποίηση μεταξύ της αρχικής αυτοψίας, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος είχε επέλθει συνεπεία απαγχονισμού και των νέων εγκληματολογικών πορισμάτων που καταρτίστηκαν μετά την εκταφή του σώματος και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αιτία θανάτου δεν ήταν σαφής. Πράγματι, δεν ήταν σαφές πού βασίστηκε η απόφαση του εισαγγελέα να μην ασκήσει δίωξη ή να μην διατάξει περαιτέρω μέτρα έρευνας. Η εντολή να περατωθεί η έρευνα, με απλή αναφορά των νέων πορισμάτων, δεν περιείχε καμία αιτιολογία ή ανάλυση των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Δεν ελήφθησαν ποτέ μέτρα όπως η αναπαράσταση του περιστατικού, η εγκληματολογική εξέταση του τόπου θανάτου ή η σύνταξη νέου εγκληματολογικού πορίσματος που θα μπορούσε να αναφέρει τις ασυνέπειες. Ήταν ακόμη πιο σημαντικό να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διερεύνηση του θανάτου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο εισαγγελέας, κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας, είχε αναφέρει ότι ο θάνατος συνδεόταν αιτιωδώς με την υπόθεση των υποκλοπών.

Εν όψει των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές αρχές δεν προέβησαν σε επαρκή και αποτελεσματική έρευνα σχετικά με το θάνατο του εκλιπόντος, κατά παράβαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν ανέκυψαν ξεχωριστά ζητήματα από το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά  είναι διαθέσιμο εδώ.