5 Φεβ 2024
Οι προσφεύγουσες είναι έντεκα Ελληνίδες υπήκοοι που γεννήθηκαν μεταξύ 1976 και 1986 και διαμαρτύρονται ενώπιον του Δικαστηρίου για τη δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών και ιατρικών δεδομένων. Συγκεκριμένα, δέκα εξ αυτών ήταν ιερόδουλες που είχαν διαγνωστεί ως οροθετικές, ενώ η τελευταία προσφεύγουσα ήταν η αδελφή μιας ιερόδουλης. Οι ανωτέρω συνελήφθησαν από την αστυνομία σε διαφορετικές ημερομηνίες το 2012, στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης στο κέντρο της Αθήνας, και κατόπιν υπερβλήθησαν σε έλεγχο ταυτότητας, σε ιατρικό έλεγχο αίματος και ειδικώς για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, όπου και επιβεβαιώθηκε ότι ήταν θετικές στον ιό HIV, χωρίς ωστόσο να ζητηθεί η συγκατάθεσή τους πριν από την αιμοληψία για τη διεξαγωγή εξετάσεων. Ένεκα απαγγελίας εις βάρος τους κατηγοριών για απόπειρα εκ προθέσεως πρόκλησης σοβαρής σωματικής βλάβης, καθώς και για το αδίκημα της πρόκλησης απλής βλάβης, οι εισαγγελικές αρχές διέταξαν, βάσει του νόμου 2472/1997, να αναγνωριστούν τα ονόματά τους και οι φωτογραφίες τους, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε ποινική δίωξη. Η δε εισαγγελική παραγγελία, αφού μεταφορτώθηκε στην ιστοσελίδα της αστυνομίας, έγινε αντικείμενο εκτεταμένης προβολής από τα ΜΜΕ για αρκετές ημέρες, προκαλώντας ανεξέλεγκτη διάδοση των προσωπικών δεδομένων των προσφευγουσών. Το ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, έχει κρίνει ότι μια ιατρική παρέμβαση χωρίς την ελεύθερη και ενημερωμένη συναίνεση του ασθενούς ισοδυναμεί με παρέμβαση στο δικαίωμα του ασθενούς στο σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής, όπως προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης. Μάλιστα, η λήψη δείγματος αίματος και σάλιου συνιστά ιατρική παρέμβαση η οποία, όταν είναι υποχρεωτική, θεωρείται παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 2 της διάταξης, ότι «καθορίζεται από το νόμο», ως επιδίωξη ενός ή περισσότερων από τους σκοπούς νόμιμων δικαιωμάτων που αναφέρονται εκεί και ως αναγκαίο μέτρο «σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επιπρόσθετα, κατά το Δικαστήριο, ο νόμος πρέπει να είναι επαρκώς προσιτός και προβλέψιμος, δηλαδή να δηλώνεται με αρκετή ακρίβεια ώστε να επιτρέπει στο άτομο να επιλέγει τη συμπεριφορά του. Εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η παρέμβαση πραγματοποιήθηκε με σκοπό την απόδειξη της συμμετοχής των προσφευγουσών σε αδίκημα στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας, δεν είχε εκδοθεί εντολή που να επιτρέπει τη λήψη δειγμάτων αίματος από την αστυνομία ή τους γιατρούς του ΚΕΕΛΠΝΟ, ικανή να δικαιολογήσει ιατρική παρέμβαση από εκείνους. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ σε προηγούμενη απόφασή του (Margari κατά Ελλάδας) έχει τονίσει ότι η αποκάλυψη της φωτογραφίας της προσφεύγουσας, συνοδευόμενης από την αναφορά των κατηγοριών σε βάρος της, δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία, παραβιάζοντας ούτως το άρθρο 8 της Σύμβασης, καθότι πρόκειται για μέτρο το οποίο δεν συνοδευόταν από κατάλληλες και επαρκείς εγγυήσεις. Εντούτοις το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η συγκεκριμένου χαρακτήρα παρέμβαση μπορεί να συμβιβαστεί με το άρθρο 8 της Σύμβασης, μόνο εφόσον αποσκοπεί στην υπεράσπιση μιας πρωταρχικής πτυχής του δημοσίου συμφέροντος. Δεδομένου ότι ο εισαγγελέας δεν εξέτασε εάν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μικρότερη έκθεση των προσφευγουσών, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης για τέσσερις προσφεύγουσες, επιδικάζοντας στις δύο το ποσό των 20.000 ευρώ εκάστη και το ποσό των 15.000 ευρώ εκάστη στις άλλες δύο, για ηθική βλάβη.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.