Πρόσφατη νομολογία


31 Ιαν 2018

ΕΔΔΑ: Σιδηρόπουλος και Παπακώστας κατά Ελλάδας: Δυσανάλογα επιεικής κύρωση επιβληθείσα σε αστυνομικό για βασανιστήρια

Οι προσφεύγοντες είναι Έλληνες υπήκοοι και κατοικούν στον Ασπρόπυργο (Ελλάδα). Αμφότεροι συνελήφθησαν ξεχωριστά από την αστυνομία τη νύχτα της 13ης προς 14η Αυγούστου 2002 για διάφορες παραβάσεις οδικής κυκλοφορίας. Και οι δύο μεταφέρθηκαν στο αστυνομικό τμήμα του Ασπροπύργου για να ανακριθούν από τον αστυνομικό Κ.Ε. Οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για τη συμπεριφορά του Κ.Ε., ισχυριζόμενοι ότι κατά την ανάκριση είχε εφαρμόσει μια μαύρη συσκευή που διοχέτευε ηλεκτρικό ρεύμα σε διάφορα σημεία του σώματός τους. Οι σχετικοί τραυματισμοί αναφέρθηκαν και από τους ιατρούς.

Σχετική διοικητική έρευνα ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2003, καθώς δεν βρέθηκαν ύποπτα αντικείμενα στην οικία του αστυνομικού. Ο αστυνομικός, ωστόσο, παρέδωσε στις αρχές ένα μαύρο φορητό πομποδέκτη που είχε στη διάθεσή του κατά την ανάκριση του ενός εκ των προσφευγόντων. Ο Κ.Ε. υποχρεώθηκε να καταβάλει πρόστιμο ύψους 100 ευρώ για τη χρήση πομποδεκτών χωρίς προηγούμενη άδεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

Παράλληλα κινήθηκαν διαδικασίες ενώπιον ποινικών δικαστηρίων σε βάρος του Κ.Ε., κατά τις οποίες οι προσφεύγοντες συμμετείχαν ως πολιτικώς ενάγοντες.

Τον Δεκέμβριο του 2011, το Κακουργιοδικείο Αθηνών έκρινε τον Κ.Ε. ένοχο για  βασανισμό ατόμων που τελούσαν υπό κράτηση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Τον Φεβρουάριο του 2014 το Ποινικό Εφετείο Αθηνών επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, καταδικάζοντας τον Κ.Ε. σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, με την δυνατότητα μετατροπής σε χρηματική ποινή 5 ευρώ ανά ημέρα κράτησης, πληρωτέα σε 36 μηνιαίες δόσεις για τρία χρόνια. Το Εφετείο έκρινε ότι η χρηματική κύρωση ήταν επαρκής για να τον αποτρέψει από τη διάπραξη άλλων αδικημάτων λόγω της οικονομικής του κατάστασης και της προσωπικότητάς του. Εν τω μεταξύ, το 2010, αποφασίστηκε η απομάκρυνση του Κ.Ε. από το αστυνομικό σώμα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ιδίου. Κατά την αποχώρησή του, ο Κ.Ε. είχε προαχθεί από αρχιφύλακας σε ανθυπαστυνόμο.

Με βάση τα άρθρα 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης), 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον δράστη, τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και την έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής. Η προσφυγή κατατέθηκε στο ΕΔΔΑ στις 17 Μαΐου 2010.

Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι έχουν κινηθεί δύο διαδικασίες (ποινική και διοικητική) και ότι θα μπορούσαν να έχουν συνέπειες για την ποινική ή προσωπική κατάσταση του δράστη (Κ.Ε.).

Η ευθύνη του Κ.Ε. για τις καταγγελόμενες πράξεις αναγνωρίστηκε από τα εθνικά δικαστήρια και η διαδικασία οδήγησε σε καταδίκη για βασανιστήρια με ηλεκτροσόκ. Όσον αφορά την επιβληθείσα ποινή, το γεγονός ότι ο ένας εκ των προσφευγόντων ήταν ανήλικος κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών δεν ελήφθη υπόψη. Το Εφετείο, διαπιστώνοντας ελαφρυντικές περιστάσεις, καταδίκασε τον Κ.Ε. σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών θεωρώντας ότι το αδίκημα που διαπράχθηκε από εκείνον ήταν ιδιαίτερης ηθικής απαξίας για τον «νομικό πολιτισμό» και τα «προσωπικά δικαιώματα» των προσφευγόντων. Στη συνέχεια, μείωσε αυτή την ποινή σε πρόστιμο 5 ευρώ ανά ημέρα φυλάκισης, όταν το ανώτατο όριο που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία είναι 100 ευρώ ημερησίως, πληρωτέο σε 36 μηνιαίες δόσεις. Επομένως, το Εφετείο έλαβε υπόψη μόνο την οικονομική κατάσταση του αστυνομικού Κ.Ε. και το ζήτημα κατά πόσον η ποινή αυτή μπορούσε να τον εμποδίσει να διαπράξει τέτοια αδικήματα στο μέλλον.

Ο σκοπός των διατάξεων του εθνικού δικαίου περί τιμωρίας για βασανιστήρια που επιβάλλουν κρατικοί υπάλληλοι, ωστόσο, είναι να εξασφαλιστεί η πραγματική προστασία των ατόμων, ιδίως όταν οι ενδιαφερόμενοι τελούν υπό την αποκλειστική εποπτεία της αστυνομίας και να θεσπιστούν αποτελεσματικά μέτρα για την τιμωρία και την αποτροπή απάνθρωπης μεταχείρισης από κρατικούς υπαλλήλους. Εν συντομία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η επιείκεια της ποινής που επιβλήθηκε στον αστυνομικό Κ.Ε. ήταν προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με τη σοβαρότητα της μεταχείρισης που υπέστησαν οι προσφεύγοντες.

Ως προς την διοικητική διαδικασία, η υπόθεση σχετικά με την χρήση συσκευής ηλεκτροσόκ ολοκληρώθηκε με την επιβολή στον Κ.Ε. προστίμου ύψους 100 ευρώ για τη χρήση φορητού πομποδέκτη χωρίς προηγούμενη έγκριση. Η διαδικασία αυτή έληξε πριν από την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας ενώ αμφότερες κατέληξαν σε ουσιωδώς διαφορετικά συμπεράσματα. Ο Κ.Ε. ποτέ δεν τιμωρήθηκε για τις πράξεις που τέλεσε ως αστυνομικός, καθώς αποχώρησε οικειοθελώς από το αστυνομικό σώμα, έχοντας υπηρετήσει επί οκτώ έτη μετά τα υπό κρίση γεγονότα. Λόγω της διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, ήταν αδύνατο να επαναληφθεί η πειθαρχική διαδικασία καθώς ο Κ.Ε. είχε αποχωρήσει στο μεταξύ από την υπηρεσία. Τέλος, με την αποχώρησή του, ο Κ.Ε. εξασφάλισε προαγωγή, με όλες τις ηθικές και οικονομικές επιπτώσεις που αυτό συνεπαγόταν (προήχθη από αρχιφύλακας σε ανθυπαστυνόμο).

Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η ποινική και πειθαρχική διαδικασία, όπως εφαρμόστηκαν εν προκειμένω, αποδείχθηκαν σοβαρά ελλιπείς και ανίκανες να παράσχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα για την αποτελεσματική πρόληψη παράνομων πράξεων όπως αυτές που καταγγέλλουν οι προσφεύγοντες (βασανιστήρια). Το αποτέλεσμα της διαδικασίας κατά του αστυνομικού δεν παρείχε επαρκή ικανοποίηση για την παραβίαση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, άρα διαπιστώνεται παραβίαση της τελευταίας αυτής διάταξης.

Παραπέμποντας σε παλαιότερη νομολογία του, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η διαδικασία διήρκεσε οκτώ χρόνια στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και ότι οι προσφεύγοντες δεν διέθεταν αποτελεσματικό ένδικο μέσο για την αποκατάσταση του παραβιασθέντος δικαιώματός τους εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Υπήρξε λοιπόν παραβίαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ.

Η Ελλάδα υποχρεώθηκε στην καταβολή χρηματικού ποσού δίκαιης ικανοποίησης υπέρ των προσφευγόντων.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά είναι διαθέσιμο εδώ.