Πρόσφατη νομολογία


17 Ιαν 2018

ΕΔΔΑ: GRA Stiftung κατά Ελβετίας. Ελευθερία έκφρασης και δικαίωμα προσωπικότητας κατά τον διάλογο πριν από το δημοψήφισμα για την τύχη των μιναρέδων

Η προσφεύγουσα μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) με την επωνυμία GRA Stiftung gegen Rassismus und Antisemitismus (GRA – Ίδρυμα ενάντια στον Ρατσισμό και τον Αντισημιτισμό) εδρεύει στην Ελβετία με καταστατικό σκοπό την ανεκτικότητα και την καταδίκη διακρίσεων που ερείδονται σε φυλετικά κριτήρια.

Τον Νοέμβριο του 2009 η ανωτέρω ΜΚΟ αναφέρθηκε σε εκδήλωση, η οποία οργανώθηκε στην πόλη Frauenfeld από τη νεολαία του Ελβετικού Λαϊκού Κόμματος και η οποία διεξήχθη εν όψει δημοψηφίσματος που επρόκειτο να κρίνει την απαγόρευση ή μη της ανέγερσης μιναρέδων.

Μετά την εκδήλωση, η προσφεύγουσα οργάνωση ανήρτησε ένα σχόλιο στον ιστότοπό της σε μια ενότητα με τίτλο «Χρονολόγιο - λεκτικός ρατσισμός». Σχολίασε μια αναφορά του ίδιου του Κόμματος σχετικά με μια ομιλία που έκανε στην εκδήλωση ο κ. B.K., επικεφαλής της τοπικής οργάνωσης νεολαίας του Ελβετικού Λαϊκού Κόμματος. Παρουσιάστηκε να λέει ότι ήταν καιρός να σταματήσει η εξάπλωση του Ισλάμ, ότι “η κυρίαρχη Ελβετική κουλτούρα, βασισμένη στον Χριστιανισμό, δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της να αντικατασταθεί από άλλες κουλτούρες”, καθώς και ότι η απαγόρευση των μιναρέδων θα ήταν μια έκφραση για την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας. Η απαγόρευση των μιναρέδων εγκρίθηκε στο δημοψήφισμα του ιδίου μήνα, οδηγώντας σε μια συνταγματική αναθεώρηση προκειμένου να υιοθετηθεί το σχετικό αποτέλεσμα.

Τον Αύγουστο του 2010, ο B.K. στράφηκε δικαστικά εναντίον της προσφεύγουσας ΜΚΟ με αίτημα την προστασία του δικαιώματός του στην προσωπικότητα. Ζήτησε να υποχρεωθεί η προσφεύγουσα ΜΚΟ σε απόσυρση της επίμαχης ανάρτησης σε αντικατάστασή της με την δικαστική απόφαση. Η προσφεύγουσα ΜΚΟ αντέταξε ότι η ανάρτηση αποτελούσε μια αξιολογική κρίση η οποία θα μπορούσε να προσβάλλει τα δικαιώματα στην προσωπικότητα εφόσον ήταν αδικαιολόγητα επιθετική και προσβλητική.

Το πρωτοδικείο απέρριψε τα αιτήματα του B.K. τον Μάρτιο του 2011 με την αιτιολογία ότι το διαδικτυακό άρθρο ήταν δικαιολογημένο εφόσον συνδεόταν με την πολιτική συζήτηση σχετικά με ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Η απόφαση αυτή ανατράπηκε σε δεύτερο βαθμό τον Νοέμβριο του ιδίου έτους, καθώς το εφετείο έκρινε ότι οι λέξεις «λεκτικός ρατσισμός» αποτελούσαν μικτή αξιολογική κρίση, η οποία θα μπορούσε να προσβάλλει τα δικαιώματα στην προσωπικότητα εφόσον βασιζόταν σε αναληθή γεγονότα. Το εφετείο έκρινε ότι ο λόγος του B.K.δεν ήταν ρατσιστικός και ζήτησε από την προσφεύγουσα ΜΚΟ να αποσύρει την ανάρτηση και να την αντικαταστήσει με την δικαστική απόφαση. Η ΜΚΟ προσέφυγε στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, με το επιχείρημα ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στα δικαιώματα προσωπικότητας του B.K. ήταν δικαιολογημένη. Ένας από τους κύριους σκοπούς του ιδρύματος (της ΜΚΟ) ήταν η ενημέρωση του κοινού σχετικά με ρατσιστικές συμπεριφορές και προκειμένου να εκπληρώσει τον ρόλο του ως παρατηρητή, δημοσίευσε άρθρα και συνεντεύξεις σχετικά με γεγονότα της επικαιρότητας που συνδέονται με τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό.

Το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης του ιδρύματος τον Αύγουστο του 2012. Έκρινε ότι τα σχόλια του B.K. δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως λεκτικώς ρατσιστικά και ότι η μικτή αξιολογική κρίση, η οποία είχε προσβάλλει τα δικαιώματα στην προσωπικότητά του δεν δικαιολογούνταν από κανέναν λόγο επιτακτικού ενδιαφέροντος. Ακόμα και η εμπλοκή του B.K. σε έναν πολιτικό διάλογο, που σήμαινε ότι αυτός θα έπρεπε να αποδεχθεί ένα μειωμένο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων στην προσωπικότητά του, δεν δικαιολογούσε την διάδοση αναληθειών ή την δημοσίευση αξιολογικών κρίσεων που δεν βασίζονταν σε γεγονότα.

Η ΜΚΟ προσέφυγε τον Μάρτιο του 2013 ενώπιον του ΕΔΔΑ, επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία της έκφρασης) κατά την διαμόρφωση της κρίσης του εθνικού δικαστηρίου που διαπίστωσε παραβίαση των δικαιωμάτων προσωπικότητας του B.K. Η προσφεύγουσα, μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε ότι το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο είχε κακώς διαπιστώσει ότι η έκφραση «λεκτικός ρατσισμός» ήταν μια μικτή αξιολογική κρίση που προϋπέθετε απόδειξη.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε την ύπαρξη σύγκρουσης ανάμεσα στο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας ΜΚΟ GRA Stiftung και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του B.K.. Με βάση την διαπίστωσή του αυτήν, το ΕΔΔΑ θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο τα εθνικά δικαστήρια είχαν σταθμίσει τα δικαιώματα και των δύο μερών σύμφωνα με τη νομολογία του και αν οι λόγοι της απόφασης περί δυσφήμισης σε βάρος της προσφεύγουσας ΜΚΟ ήταν σχετικοί και επαρκείς.

Καταρχάς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τόσο το άρθρο της προσφεύγουσας ΜΚΟ, όσο και η ομιλία του B.K. αποτελούσαν μέρος ενός έντονου δημοσίου διαλόγου σχετικά με το δημοψήφισμα για την απαγόρευση ή μη της ανέγερσης μιναρέδων. Επιπλέον, ο B.K., ως δραστήριο πολιτικό πρόσωπο και υποστηρικτής της απαγόρευσης, όφειλε να επιδείξει μεγαλύτερο βαθμό ανοχής απέναντι σε δυνητική κριτική προερχόμενη από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με αντίθετες απόψεις.

Επίσης, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι υπήρξε διάκριση μεταξύ δηλώσεων πραγματικών περιστατικών, που θα μπορούσαν να αποδειχθούν, και αξιολογικών κρίσεων, οι οποίες δεν θα μπορούσαν. Εάν οι εθνικές αρχές διαπίστωσαν ότι συνέτρεχε αξιολογική κρίση, τότε οποιαδήποτε παρέμβαση σε δικαιώματα εξηρτάτο από το αν υπήρχε επαρκής πραγματική βάση για την σχετική δήλωση. Εάν δεν υπήρχε, μια αξιολογική κρίση θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική. Ήταν απαραίτητο να εξεταστούν οι περιστάσεις της υπόθεσης και το γενικό ύφος των παρατηρήσεων.

Το ΕΔΔΑ εξέτασε τις παρατηρήσεις του B.K.στο πλαίσιο των αναφορών διαφόρων φορέων για τα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων της Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) και της Επιτροπής για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων του ΟΗΕ, που είχαν περιγράψει την πρωτοβουλία για την απαγόρευση των μιναρέδων ως πράξη διάκρισης, ξενοφοβική ή ρατσιστική. Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός της ομιλίας του B.K. ως «λεκτικού ρατσισμού» δεν στερείτο πραγματικής βάσεως.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα ΜΚΟ ουδέποτε ανέφερε ότι οι δηλώσεις του B.K. θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αξιόποινες σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για τις φυλετικές διακρίσεις, ούτε οι ενέργειές της είχαν ως αποτέλεσμα μια προσωπική επίθεση κατά του B.K. ή μια προσβολή σε βάρος του.

Συνολικά, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν δεόντως υπόψη τις αρχές και τα κριτήρια που ορίζει η νομολογία του, κατά την στάθμιση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και, ως εκ τούτου, υπερέβησαν το περιθώριο ελιγμών τους.

Εν όψει των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης).

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.