5 Ιαν 2018
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2017 (Gjikondi και άλλοι κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 17249/10) έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή λόγω σοβαρών παραλείψεων στην έρευνα εξιχνίασης δολοφονίας αλλοδαπού.
Η υπόθεση αφορά τη δολοφονία ενός Αλβανού υπηκόου από άγνωστο πρόσωπο στο κέντρο της Αθήνας το 2004. Το θύμα είχε αρχικώς εμπλακεί, στις 11 Αυγούστου 2004 μαζί ακόμα δύο άτομα επίσης αλβανικής υπηκοότητας, σε λογομαχία με ένα τρίτο άτομο έξω από κατάστημα εστίασης στο κέντρο της Αθήνας. Λίγες ώρες μετά, επιστρέφοντας στο ίδιο σημείο για να συναντήσει έναν φίλο του, δέχτηκε χτύπημα από άγνωστο άτομο, το οποίο τον άφησε αναίσθητο στο έδαφος. Λίγες ημέρες μετά, στις 25 Αυγούστου, το θύμα υπέκυψε στα τραύματά του, σε νοσοκομείο, όπου είχε μεταφερθεί μετά την συμπλοκή. Την επομένη του θανάτου, ένας από τους φίλους του θύματος, που είχε εμπλακεί στην λεκτική αντιπαράθεση, υπέδειξε με σχετική κατάθεσή του στις αστυνομικές αρχές ως υπευθύνους το άτομο με το οποίο είχαν διαπληκτιστεί εκείνη την ημέρα και το οποίο είχε εξαπολύσει απειλές εναντίον τους σχετιζόμενες με την παρουσία τους στην Ελλάδα, καθώς και ένα τρίτο, άγνωστο πρόσωπο. Το πρώτο πρόσωπο παραπέμφθηκε σε δίκη τον Δεκέμβριο του 2007, στην οποία οι προσφεύγοντες (γονείς και αδερφή του θύματος) είχαν ζητήσει να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες (23 Ιουνίου 2005). Μετά από μακρόχρονη διαδικασία, στις 10 Φεβρουαρίου 2010, ο κατηγορούμενος αθωώθηκε ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων.
Κατόπιν τούτου, οι συγγενείς του θύματος προσέφυγαν ενώπιον του ΕΔΔΑ, επικαλούμενοι παραβίαση των άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή), 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων). Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, οι ελληνικές αρχές υπέπεσαν σε σειρά παραλείψεων κατά την διάρκεια της διαδικασίας, η οποία υπερέβη την πενταετία (από τις 26 Αυγούστου 2004 έως τις 10 Φεβρουαρίου 2010), με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι η ανάκριση του κατηγορουμένου για την υπόθεση έλαβε χώρα σχεδόν δύο έτη μετά το συμβάν. Περαιτέρω, ούτε η απαγγελία κατηγοριών, ούτε οι σχετικές κλήσεις για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση είχαν επιδοθεί στους προσφεύγοντες – πολιτικώς ενάγοντες. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αρχές όφειλαν να ενημερώνουν τους προσφεύγοντες σχετικά με την πρόοδο της έρευνας, χωρίς οι τελευταίοι να υποχρεούνται να υποβάλλουν αιτήσεις παροχής πληροφοριών. Επίσης, οι αρχές είχαν ενημερωθεί για την πιθανότητα ύπαρξης ρατσιστικού κινήτρου, όπως προέκυπτε από όσα είχε καταθέσει ο φίλος του θύματος και μάρτυρας του περιστατικού. Ωστόσο, ουδεμία έρευνα διενεργήθηκε για την εξακρίβωση της ύπαρξης ενός τέτοιου κινήτρου εκ μέρους των αρχών, οι οποίες, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, θα έπρεπε να έχουν προβεί σε λεπτομερέστερη εκτίμηση όλων των καταγγελλομένων γεγονότων.
Με βάση τα ανωτέρω, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά είναι διαθέσιμο εδώ.