22 Σεπ 2025
Η υπόθεση αφορά περίπτωση δυσφήμισης που ξεκίνησε μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου, τον Ιούλιο του έτους 2007, στην κυπριακή εφημερίδα «Φιλελεύθερος», του οποίου συντάκτης είναι ο πρώτος προσφεύγων και δημοσιογράφος στην ιδιότητα. Ο τελευταίος διατύπωσε αξιολογικές κρίσεις για άρθρο του δικηγόρου και αρχικώς ενάγοντος, C.K., που δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη έκδοση μεγάλης ελληνικής εφημερίδας, τον Ιούνιο του 2007, ως προς τον τρόπο που κατάφερε να ανακτήσει δύο πίνακες ζωγραφικής που ανήκαν στην οικογένειά του και είχαν μείνει στα κατεχόμενα, όταν η οικογένεια αναγκάστηκε να φύγει κατά την τουρκική εισβολή το 1974. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν επιδικάσει σε βάρος των προσφευγόντων την καταβολή αποζημίωσης, θεωρώντας το άρθρο δυσφήμιση. Το ΕΔΔΑ εν προκειμένω δεν αμφισβήτησε ότι οι αποφάσεις στις αστικές διαδικασίες κατά των προσφευγόντων συνιστούσαν «παρέμβαση» στην άσκηση του δικαιώματός τους στην ελευθερία της έκφρασης. Επισημάνθηκε ότι ο Τύπος έχει βασικό καθήκον να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες, με το κοινό να δικαιούται να τις λαμβάνει. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω, σε αντίθεση με τα εθνικά δικαστήρια, ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο των προσφευγόντων αποτελούσαν ουσιαστικά αξιολογικές κρίσεις και όχι συγκεκριμένες δηλώσεις γεγονότων. Η δε προσέγγιση που ακολούθησαν τα εθνικά δικαστήρια ήταν υπερβολικά περιοριστική και δεν ήταν σύμφωνη με τις αρχές που περιλαμβάνονται στο άρθρο 10 της Σύμβασης. Τέλος, κρίθηκε ότι, αν και η επιβληθείσα κύρωση ήταν πράγματι αστικής φύσεως, τα ποσά της εν λόγω αποζημίωσης επέβαλαν σημαντικό οικονομικό βάρος στους προσφεύγοντες, γεγονός που ήταν ικανό να αποτρέψει μια ανοιχτή συζήτηση θεμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.