28 Ιαν 2019
Ο προσφεύγων, Anatol Mătăsaru, είναι Μολδαβός υπήκοος που γεννήθηκε το 1970 και ζει στο Chişinău.
Τον Ιανουάριο του 2013 ο προσφεύγων πραγματοποίησε διαμαρτυρία, εκθέτοντας δύο μεγάλα ξύλινα γλυπτά στην είσοδο της Γενικής Εισαγγελίας. Το πρώτο απεικόνιζε ένα ξύλινο πέος δύο μέτρων και το δεύτερο ένα μεγάλο αιδοίο στα οποία είχαν εικονογραφηθεί ένα πολιτικό πρόσωπο και ανώτεροι εισαγγελείς αντίστοιχα. Μετά από μία ώρα η αστυνομία αφαίρεσε τα γλυπτά και τον οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα. Διεξήχθη ποινική έρευνα από τμήμα του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα, του οποίου η εικόνα του κεφαλιού είχε αποτυπωθεί στο γλυπτό του αιδοίου. Εν συνεχεία ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος, το 2015, για χουλιγκανισμό και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών. Τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι τα γλυπτά που είχε επιδείξει σε δημόσιο χώρο ήταν άσεμνα και ότι η σύγκριση των δημοσίων λειτουργών με τα γεννητικά όργανα υπερέβαινε την αποδεκτή κριτική. Ελήφθησαν επίσης υπόψη τα προηγούμενα πρόστιμα για παρόμοιες πράξεις που δεν είχαν κανένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι τα γλυπτά ήταν μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και ότι η επιβληθείσα κύρωση ήταν υπερβολικά σκληρή. Όλες οι προσφυγές του απορρίφθηκαν, τελικά από το Ανώτατο Δικαστήριο το 2016.
Βασιζόμενος ειδικότερα στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι τα δικαστήρια που τον έκριναν ένοχο ποινικού αδικήματος αντί διοικητικής παράβασης επέδειξαν σκληρή συμπεριφορά και αποσκοπούσαν στην αποθάρρυνσή του από περαιτέρω διαμαρτυρίες.
Η προσφυγή κατατέθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 19 Νοεμβρίου 2016.
Δεν αμφισβητήθηκε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος είχε θίξει καταρχήν το δικαίωμά του στην ελευθερία έκφρασης. Επίσης το ΕΔΔΑ ήταν διατεθειμένο να δεχθεί ότι η παρέμβαση αυτή αποσκοπούσε στην προστασία της φήμης των άλλων. Ωστόσο, η επιβολή ποινικής κυρώσεως ήταν προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Δεν υπήρξε καμία δικαιολογία για την επιβολή ποινής φυλάκισης, έστω και αν είχε ανασταλεί. Πράγματι, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, μια τέτοια κύρωση δεν είχε μόνο σοβαρές επιπτώσεις για τον προσφεύγοντα, αλλά θα μπορούσε επίσης να είχε σοβαρό αποτρεπτικό αποτέλεσμα και σε άλλους από την άσκηση του δικαιώματός τους ελεύθερης έκφρασης. Παράλληλα, κατά το ΕΔΔΑ, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν προβεί σε ορθή στάθμιση των διαφορετικών συγκρουόμενων δικαιωμάτων, δηλαδή μεταξύ του δικαιώματος του προσφεύγοντος να εκφράζει ελεύθερα ιδέες ή πληροφορίες που θα μπορούσαν να προσβάλουν, να προκαλέσουν σοκ ή να διαταράξουν το δικαίωμα των υψηλόβαθμων δημοσίων λειτουργών στην αξιοπρέπεια. Συνεπώς, τα εθνικά δικαστήρια υπερέβησαν τα όρια του «αναγκαίου» περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης του προσφεύγοντος, κατά παράβαση του άρθρου 10.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.