7 Φεβ 2019
Ο προσφεύγων, Richard Williamson, είναι Βρετανός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1940 και ζει στο Κεντ (Ηνωμένο Βασίλειο). Είναι επίσκοπος και πρώην μέλος της αδελφότητας του Άγιου Πίου Χ. Τον Νοέμβριο του 2008, ένας δημοσιογράφος που εργαζόταν για λογαριασμό του σουηδικού τηλεοπτικού δικτύου SVT-1, πήρε συνέντευξη από τον προσφεύγοντα στο πλαίσιο σεμιναρίου της αδελφότητας του Άγιου Πίου Χ στο Ζάιτζοφεν της Γερμανίας. Ο προσφεύγων δεν κατοικούσε τότε στη Γερμανία. Αφού μίλησε για θρησκευτικά θέματα, ο δημοσιογράφος άλλαξε το θέμα και ακολούθησε διάλογος κατά τη διάρκεια του οποίου ο προσφεύγων δήλωσε ότι πίστευε πως δεν υπήρχαν θάλαμοι αερίων κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος. Η συνέντευξη προβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2009 από το τηλεοπτικό δίκτυο SVT-1 σε ένα σουηδικό τηλεοπτικό πρόγραμμα.
Τον Οκτώβριο του 2009 το περιφερειακό δικαστήριο του Regensburg εξέδωσε ποινική καταδικαστική απόφαση (Strafbefehl) κατά του προσφεύγοντος, κρίνοντάς τον ένοχο πρόκλησης μίσους και επιδίκασε σε βάρος του χρηματική ποινή ύψους 12.000 ευρώ. Μετά από διάφορες προσφυγές, το Εφετείο της Νυρεμβέργης, τον Φεβρουάριο του 2012, έπαυσε την ποινική δίωξη με την αιτιολογία ότι η ποινική απόφαση δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, καθώς δεν περιλάμβανε περιγραφή των σχετικών πραγματικών περιστατικών που καθορίζουν το αδίκημα.
Τον Οκτώβριο του 2012 το Περιφερειακό Δικαστήριο του Regensburg, κατόπιν σχετικού αιτήματος του εισαγγελέα, εξέδωσε νέα ποινική απόφαση κατά του προσφεύγοντος για υποκίνηση μίσους, καταδικάζοντας τον σε χρηματική ποινή ύψους 6.500 ευρώ. Μετά από έφεση του προσφεύγοντος, το Περιφερειακό Δικαστήριο τον καταδίκασε από την υποκίνηση του μίσους και τον καταδίκασε σε χρηματική ποινή ύψους 1.800 ευρώ. Η καταδίκη του προσφεύγοντος επικυρώθηκε κατόπιν νέας προσφυγής. Το αρμόδιο περιφερειακό δικαστήριο έκρινε ότι η δήλωση του προσφεύγοντος με την οποία εκείνος είχε αρνηθεί την ύπαρξη θαλάμων αερίων κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος και τη δολοφονία των Εβραίων σε εκείνους τους θαλάμους αερίων, συνιστούσε άρνηση πράξεων γενοκτονίας που διαπράχθηκαν υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Κατά την άποψη του περιφερειακού δικαστηρίου, ο προσφεύγων, κατά τη συνέντευξη, είχε καταλάβει και αποδεχτεί ότι θα μπορούσε να έχει απήχηση από μια ευρύτερη ομάδα ατόμων, και στην Γερμανία, μέσω δορυφορικής τηλεόρασης ή του Διαδικτύου. Ήταν σαφές σε αυτόν ότι οι δηλώσεις του θα μπορούσαν να προσελκύσουν ενδιαφέρον σε όλο τον κόσμο, αλλά ιδιαίτερα στη Γερμανία, λόγω της ιστορίας της χώρας αυτής, καθώς και του γεγονότος ότι αφενός η συνέντευξη έλαβε χώρα στη Γερμανία, αφετέρου ο τότε Πάπας Βενέδικτος XVI ήταν Γερμανός.
Η αίτηση αναιρέσεως προσφεύγοντος απορρίφθηκε, ενώ τον Μάρτιο του 2017, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να δεχθεί συνταγματική προσφυγή του.
Η υπό κρίση προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 28 Αυγούστου 2017.
Βασιζόμενος στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η ποινική καταδίκη του για υποκίνηση μίσους παραβίασε το δικαίωμά του στην ελευθερία έκφρασης. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι το γερμανικό δίκαιο δεν εφαρμόζεται στις δηλώσεις του, διότι το αδίκημα δεν είχε διαπραχθεί στη Γερμανία, αλλά στη Σουηδία - όπου τέτοιου είδους δηλώσεις δεν προβλέπονται ως ποινικά αδικήματα. Επιπλέον, δεν είχε ποτέ την πρόθεση να μεταδοθεί η δήλωση του στη Γερμανία και είχε πράξει ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να εμποδίσει τη μετάδοσή της εκεί.
Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι καθήκον του βάσει του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ ήταν να διασφαλίσει ότι οι εθνικές αρχές στήριξαν τις αποφάσεις τους σε μια αποδεκτή εκτίμηση των σχετικών γεγονότων. Το περιφερειακό δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι η άρνηση και η υποβάθμιση εκ μέρους του προσφεύγοντος για τη γενοκτονίας που είχε διαπραχθεί σε βάρος των Εβραίων είχε εκμηδενίσει την αξιοπρέπεια των Εβραίων θυμάτων και μπορούσε να διαταράξει σοβαρά την δημόσια ειρήνη στη Γερμανία. Το ΕΔΔΑ δεν βρήκε κανένα λόγο να διαφωνήσει με την εκτίμηση αυτή και υπογράμμισε ότι ο προσφεύγων δεν αποστασιοποιήθηκε ούτε από το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών ούτε επικαλέστηκε παράνομη εκτίμηση του περιεχομένου τους από τα γερμανικά δικαστήρια. Αυτό οδήγησε το ΕΔΔΑ στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων είχε προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης με στόχο την προώθηση ιδεών αντίθετων προς το κείμενο και το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Το περιφερειακό δικαστήριο είχε επίσης διαπιστώσει ότι ήταν σαφές στον προσφεύγοντα ότι οι δηλώσεις του θα μπορούσαν να προσελκύσουν ενδιαφέρον σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά κυρίως στη Γερμανία λόγω της ιστορίας της χώρας, του γεγονότος ότι η συνέντευξη είχε λάβει χώρα στη Γερμανία και του γεγονότος ότι ο τότε Πάπας Βενέδικτος XVI, ήταν Γερμανός. Συνεπώς, ενήργησε με πρόθεση, δεδομένου ότι, παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως οι δηλώσεις του υπέκειντο σε ποινική ευθύνη στη Γερμανία, δεν είχε επιδιώξει καμία συγκεκριμένη συμφωνία ως προς την απαγόρευση ή τον περιορισμό της προβολής της και κατά συνέπεια είχε καταλάβει ότι μπορούσε να προβληθεί στη Γερμανία. Το ΕΔΔΑ δεν βρήκε κανένα λόγο να απομακρυνθεί από την εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων και επανέλαβε ότι τα κράτη που είχαν βιώσει τη ναζιστική φρίκη θα μπορούσαν, υπό το πρίσμα του ιστορικού τους ρόλου και εμπειρίας, να θεωρηθούν ως έχοντα ειδική ηθική ευθύνη να αποστασιοποιηθούν από τις μαζικές βιαιότητες που διέπραξαν οι Ναζί. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ποινή που είχε επιβληθεί σε βάρος του προσφεύγοντος ήταν πολύ επιεικής. Κατά συνέπεια, διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές, παραθέτοντας σχετικούς και επαρκείς λόγους, δεν είχαν υπερβεί το επιτρεπτό περιθώριο εκτιμήσεώς τους. Επομένως, η παρέμβαση ήταν ανάλογη με τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο και ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Με βάση τα ανωτέρω, η προσφυγή απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.