26 Νοε 2019
Η προσφεύγουσα είναι Ελληνίδα υπήκοος που γεννήθηκε το έτος 1952. Το 2004 ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της προσφεύγουσας με την κατηγορία της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση και υπεξαίρεσης, που διαπράχθηκαν κατά την άσκηση των επαγγελματικών της καθηκόντων. Ξεκίνησε δικαστική έρευνα. Στις 12 Νοεμβρίου 2004 η προσφεύγουσα παρουσιάστηκε ενώπιον των αστυνομικών αρχών. Το 2012 η Εισαγγελία Εφετών διέταξε την επέκταση της δικαστικής έρευνας, ενώ στη συνέχεια, το 2013, διατάχθηκε πρόσθετη δικαστική έρευνα για διάφορες άλλες κατηγορίες. Το 2015, η Εισαγγελία Εφετών διέκοψε την ποινική διαδικασία όσον αφορά ορισμένες ενέργειες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής της δραστηριότητας. Αποφάσισε επίσης να απαλλάξει την προσφεύγουσα από τις άλλες εις βάρος της κατηγορίες. Βασιζόμενη στο άρθρο 6 παρ. 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για τη διάρκεια της προδικαστικής ποινικής διαδικασίας που ξεκίνησε εναντίον της ενώπιον των αρμοδίων αρχών. Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 5 Νοεμβρίου 2015. Η ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε από το Δικαστήριο να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εθνικών ένδικων μέσων. Υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να προσφύγει στα εθνικά δικαστήρια βάσει του ν. 4239/2014, ο οποίος, από τις 5 Αυγούστου 2015, προέβλεψε εύλογη αποζημίωση σε περιπτώσεις ηθικής βλάβης προκληθείσας από την αδικαιολόγητη παράταση της διαδικασίας ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Η ελληνική Κυβέρνηση επικαλέστηκε τη νομολογία του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ξυνός κατά Ελλάδας, ενώ προσφεύγουσα αμφισβήτησε το επιχείρημα αυτό, υποστηρίζοντας ότι ο ν. 4239/2014 δεν κάλυπτε περιπτώσεις υπερβολικά μακρών διαδικασιών ενώπιον των αρμοδίων προδικαστικών οργάνων, τα οποίοι εκδίδουν «εντολές» και όχι «αποφάσεις». Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 του ν. 4239/2014, το σχετικό ένδικο βοήθημα ήταν διαθέσιμο μόνο μετά τη δημοσίευση μιας τελικής «απόφασης» του οικείου εθνικού δικαστηρίου. Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, οι προδικαστικές αρχές δεν εκδίδουν «αποφάσεις» αλλά «εντολές», στις οποίες δεν αναφέρεται η σχετική νομοθεσία. Φαίνεται λοιπόν ότι, σύμφωνα με την εθνική νομολογία, και παρά την πιθανή μελλοντική ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, ο ν. 4239/2014 δεν ερμηνεύθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε περιλαμβάνει καταγγελίες σχετικά με καθυστερήσεις κατά την προδικαστική ποινική διαδικασία ενώπιον των αρμοδίων οργάνων. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν ήταν υποχρεωμένη από το άρθρο 35 § 1 της ΕΣΔΑ να ασκήσει το ένδικο βοήθημα που προβλέπει ο νόμος αυτός. Η προσφεύγουσα είχε παρουσιαστεί ενώπιον των αστυνομικών αρχών στις 12 Νοεμβρίου 2004 και η Εισαγγελία Εφετών εξέδωσε το τελικό της βούλευμα στις 5 Αυγούστου 2015. Συνεπώς, η διαδικασία διήρκεσε περισσότερο από δέκα έτη και εννέα μήνες, περίοδο υπερβολικά μακρά σε βαθμό ασυμβίβαστο με τον όρο περί εύλογης προθεσμίας που θέτει το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση αυτού του άρθρου. Κρίνοντας ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος), το ΕΔΔΑ επιδίκασε το ποσό των 10.000 ευρώ στην προσφεύγουσα ως αποζημίωση για ηθική βλάβη.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά είναι διαθέσιμο εδώ.