Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

23 Μαΐ 2019

ΕΔΔΑ 21.05.2019, G.K. κατά Βελγίου: Εξαναγκασμός σε παραίτηση γερουσιαστή, ανάκλησή της & ανεπάρκεια διαδικαστικών εγγυήσεων για την αποδοχή της

Η προσφεύγουσα, G.K., είναι Βελγίδα υπήκοος που εξελέγη στη Γερουσία στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2010.

Τον Αύγουστο του 2010, κατά τη διάρκεια ιδιωτικού ταξιδιού στην Ασία, η G.K. θεωρήθηκε ύποπτη διάπραξης αδικημάτων που σχετίζονται με ναρκωτικά, κάτι το οποίο εκείνη αρνήθηκε. Ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Βελγικής Γερουσίας. Με την επιστροφή της στις Βρυξέλλες, η Πρόεδρος της Γερουσίας την κάλεσε σε μια συνάντηση που παρακολούθησαν δύο ακόμα γερουσιαστές από το κόμμα της. Σύμφωνα με την G.K., στο τέλος της συνάντησης αναγκάστηκε να υπογράψει μια προκαταρκτική επιστολή παραίτησης.

Τον Σεπτέμβριο του 2010 ο διευθυντής της Γερουσίας επιβεβαίωσε την παραλαβή της παραίτησης. Αρκετές ημέρες αργότερα, η G.K. ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Γερουσίας ότι επιθυμούσε να συνεχίσει τη θητεία της ως γερουσιαστή, υποστηρίζοντας ότι είχε εξαναγκαστεί να υπογράψει την επιστολή παραίτησης. Στη συνέχεια ενημερώθηκε ότι εναπόκειτο στην αρμοδιότητα ολομέλεια της Γερουσίας να αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης κατά τη διάρκεια της επαληθεύσεως των διαπιστευτηρίων του διαδόχου της.

Τον Οκτώβριο του 2010 η Γερουσία πραγματοποίησε συνεδρίαση σε Ολομέλεια κατά τη διάρκεια της οποίας διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα της παραίτησης της G.K., η οποία, ως εκ τούτου, έλαβε επίσημο έγγραφο της παραίτησης και ο διάδοχός ορκίστηκε στην θέση της. Η G.K. ισχυρίστηκε ότι παρεμποδίστηκε να εισέλθει στην αίθουσα της Γερουσίας.

Βασιζόμενη ειδικότερα στο άρθρο 3 του ΠΠΠ ΕΣΔΑ (δικαίωμα ελεύθερων εκλογών), η G.K. ισχυρίστηκε ότι είχε στερηθεί τη θέση της στη Γερουσία. Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 8 Δεκεμβρίου 2010.

Το ΕΔΔΑ έκρινε καταρχάς ότι είχε ήδη διαπιστώσει ότι η άρνηση αποδοχής της ανάκλησης παραίτησης ή απώλειας της έδρας ενός μέλους του Κοινοβουλίου επιδιώκει θεμιτό σκοπό, δηλαδή τη διατήρηση της ασφάλειας δικαίου σε σχέση με την εκλογική διαδικασία. Περαιτέρω έκρινε ως εξής:

Καταρχάς, στο βαθμό που η G.K. είχε ρητώς δηλώσει επανειλημμένα ότι είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση και ότι επιθυμούσε να διατηρήσει την έδρα της στη Γερουσία, υπήρξε τουλάχιστον μια διαφωνία ως προς την εγκυρότητα της παραίτησής της. Ωστόσο, όταν έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, ούτε ο νόμος ούτε ο Κανονισμός της Γερουσίας είχαν προβλέψει την διαδικασία για την περίπτωση ανάκλησης της παραίτησης ενός γερουσιαστή. Συγκεκριμένα, δεν διευκρινιζόταν αν η παραίτηση επερχόταν αυτοδικαίως και ήταν αμετάκλητη ή αν καθίστατο αμετάκλητη μόνο μετά από έγκριση της Ολομέλειας της Γερουσίας. Έτσι, σχετικής ρύθμισης, ζητήθηκε από τη νομική υπηρεσία της Γερουσίας να διατυπώσει δύο γνωμοδοτήσεις, οι οποίες τελικώς διαπίστωσαν ότι εναπόκειται στην Ολομέλεια της Γερουσίας να αποφανθεί σχετικά με την εγκυρότητα της παραίτησης κατά τον χρόνο επαλήθευσης των διαπιστευτηρίων του διαδόχου του παραιτούμενου γερουσιαστή. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διακριτική ευχέρεια της Γερουσίας δεν είχε οριοθετηθεί επαρκώς από τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου.

Επιπλέον, η διαδικασία ενώπιον της Γερουσίας δεν προσέφερε διαδικαστικές εγγυήσεις απέναντι σε πιθανές αυθαιρεσίες. Ο Κανονισμός της Γερουσίας προβλέπει ότι το Προεδρείο καλείται να εξετάσει τα διαπιστευτήρια του διαδόχου της προσφεύγουσας και, συνεπώς, εμμέσως, την εγκυρότητα της παραίτησής της. Ωστόσο, ούτε η προσφεύγουσα ούτε ο δικηγόρος της είχαν δυνατότητα ακρόασης από το Προεδρείο. Η προσφεύγουσα δεν κλήθηκε να διατυπώσει τις απόψεις της εγγράφως πριν από την έκδοση της σχετικής εκθέσεως. Το Προεδρείο είχε δηλώσει ότι είχε καταρτίσει την έκθεσή του με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε υποβάλει ενώπιόν του, τα οποία περιελάμβαναν δηλώσεις της προσφεύγουσας και του δικηγόρου της με δύο έγγραφες επιστολές. Επιπλέον, δεν δόθηκε καμία αιτιολογία γιατί το Προεδρείο απέρριψε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα της παραίτησής της.

Παράλληλα, το Προεδρείο της Γερουσίας απαρτιζόταν από γερουσιαστές, δύο εκ των οποίων κατηγορήθηκαν ευθέως από την προσφεύγουσα ότι της άσκησαν πίεση τη στιγμή που υπέγραφε την επιστολή παραίτησής της. Δεν υπήρξαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι δύο εξεταζόμενοι γερουσιαστές απέφυγαν να συμμετάσχουν στη συζήτηση σχετικά με την εγκυρότητα της παραίτησης της προσφεύγουσας. Δεδομένου ότι το Προεδρείο είχε συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών, ήταν αδύνατο να γνωρίζει κανείς τι ρόλο είχαν διαδραματίσει στις συζητήσεις. Κατά συνέπεια, η σύνθεση του Προεδρείου της Γερουσίας στην υπόθεση της προσφεύγουσας δεν μπορούσε να διασκεδάσει την εντύπωση ότι οι γερουσιαστές που κατηγορήθηκαν ευθέως από αυτήν είχαν διαδραματίσει βασικό ρόλο στη διαδικασία λήψης της απόφασης.

Επίσης, η συνεδρίαση της ολομέλειας της Γερουσίας δεν διεξήχθη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτει τα κενά της διαδικασίας ενώπιον του Προεδρείου. Οι δύο γερουσιαστές που κατηγορήθηκαν από την προσφεύγουσα ήταν επίσης παρόντες στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της 12ης Οκτωβρίου 2010 και δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι απείχαν της ψηφοφορίας. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν είχε την ευκαιρία να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασής της και να προβάλει τα επιχειρήματά της, δεδομένου ότι το προσωπικό ασφαλείας της Γερουσίας είχε εμποδίσει την είσοδό της στην αίθουσα.

Τέλος, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η παραίτηση της προσφεύγουσας ως γερουσιαστή έγινε αποδεκτή από τη Γερουσία παρά το γεγονός ότι δεν της δόθηκε καμία διαδικαστική προστασία έναντι αυθαίρετων ενεργειών. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 ΠΠΠ ΕΣΔΑ.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά είναι διαθέσιμο εδώ.