Πρόσφατη νομολογία


24 Δεκ 2018

ΕΔΔΑ 19.12.2018, Molla Sali κατά Ελλάδας: Αντίθετη στην ΕΣΔΑ η εφαρμογή της Σαρίας στην Ελλάδα

Η προσφεύγουσα είναι Ελληνίδα υπήκοος, μουσουλμάνα στο θρήσκευμα, που γεννήθηκε το 1950 και ζει στην Κομοτηνή (Ελλάδα).

Μετά το θάνατο του συζύγου της, η προσφεύγουσα κληρονόμησε ολόκληρη την ακίνητη περιουσία του συζύγου της βάσει διαθήκης που είχε καταρτίσει εκείνος ενώπιον συμβολαιογράφου. Ακολούθως, οι δύο αδελφές του θανόντος αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της τελευταίας βούλησης του κληρονομουμένου υποστηρίζοντας ότι ο αδελφός τους ανήκε στη μουσουλμανική κοινότητα της Θράκης και ότι κάθε ζήτημα σχετικό με την κληρονομική διαδοχή στην κοινότητα αυτή υπόκειται στον ισλαμικό νόμο (Σαρία) και στη δικαιοδοσία των «μουφτή» και όχι τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Οι αδελφές του θανόντος βασίστηκαν ειδικότερα στη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 και στη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, οι οποίες προέβλεπαν την εφαρμογή των μουσουλμανικών εθίμων και του ισλαμικού θρησκευτικού νόμου στους Έλληνες υπηκόους μουσουλμανικού θρησκεύματος. Σχετικές προσφυγές των δύο αδελφών απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο: τον Σεπτέμβριο του 2011, το Εφετείο Θράκης έκρινε ότι η απόφαση του θανόντος, Έλληνα πολίτη μουσουλμάνου στο θρήσκευμα και μέλους θρησκευτικής μειονότητας της Θράκης να προσφύγει στις υπηρεσίες ενός συμβολαιογράφου προκειμένου να συντάξει διαθήκη, προσδιορίζοντας ατομικά τα πρόσωπα στα οποία ήθελε να κληροδοτήσει την περιουσία του και να αποφασίσει αναφορικά με τη σχετική διαδικασία, ήταν σύμφωνη με το νόμιμο δικαίωμά του να διαθέτει την περιουσία του μετά το θάνατό του υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ορίζονται για όλους τους άλλους Έλληνες πολίτες. Ωστόσο, ο Άρειος Πάγος εξαφάνισε την τελευταία αυτή απόφαση του Εφετείου, αναφέροντας ότι ζητήματα κληρονομίας εντός της μουσουλμανικής μειονότητας έπρεπε να ρυθμίζονται από τον μουφτή σύμφωνα με τους κανόνες του νόμου της Σαρία. Στη συνέχεια, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο εφετείο, το οποίο στις 15 Δεκεμβρίου 2015 αποφάσισε ότι το εφαρμοστέο δίκαιο για την κληρονομιά του θανόντος ήταν ο μουσουλμανικός θρησκευτικός νόμος και ότι η αμφισβητούμενη τελευταία βούληση στερείται νομικής ισχύος. Αναίρεση της προσφεύγουσας για νομικά ζητήματα απορρίφθηκε στις 6 Απριλίου 2017.

Βασιζόμενη στο άρθρο 6 παρ. 1 (δικαίωμα δίκαιης δίκης) σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων), η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται για την εφαρμογή στην αντιδικία σχετικά με την κληρονομιά του νόμου της Σαρία και όχι του κοινού δικαίου που εφαρμόζεται σε όλους τους Έλληνες πολίτες ακόμη και αν η βούληση του συζύγου της συντάχθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Υποστηρίζει επίσης ότι υπέστη διακριτική μεταχείριση με κριτήριο το θρήσκευμα.

Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, ένα κράτος που θεσπίζει ειδικό καθεστώς για θρησκευτικές κοινότητες που βρίσκονται στο έδαφός του οφείλει να εξασφαλίσει ότι τα κριτήρια που θεσπίστηκαν για την άσκηση των δικαιωμάτων των κοινοτήτων εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν προκαλεί διακρίσεις.

Η άρνηση στα μέλη μιας θρησκευτικής μειονότητας του δικαιώματος να επιλέξουν την εφαρμογή του κοινού δικαίου στις μεταξύ τους έννομες σχέσεις δεν συνιστά μόνο διακριτική μεταχείριση, αλλά και παραβίαση ενός πρωταρχικής σημασίας δικαιώματος στον τομέα της προστασίας των μειονοτήτων, ήτοι της ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού.

Ενόψει του γεγονότος ότι η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη στην οποία, μέχρι την εποχή που έλαβαν χώρα τα πραγματικά περιστατικά, εφαρμοζόταν ο ισλαμικός νόμος της Σαρία, διαμορφωνόταν μια κατάσταση επιζήμια για τα δικαιώματα μιας χήρας, η οποία ενώ είχε κληρονομήσει τα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου της σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού δικαίου βρέθηκε σε μία νομική κατάσταση που ούτε η ίδια, αλλά ούτε και ο σύζυγός της επιθυμούσαν.

Η διαφορετική μεταχείριση που υπέστη η προσφεύγουσα, ως κληρονόμος που καταρτίστηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα από μουσουλμάνο διαθέτη, σε σύγκριση με έναν κληρονόμο διαθήκης που καταρτίστηκε σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα από μη μουσουλμάνο, δεν αιτιολογείτο με αντικειμενικό και εύλογο τρόπο. Συνεπώς διαπιστώνεται παραβίαση του δικαιώματος στην ίση μεταχείριση (άρθρο 14) σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην περιουσία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) της ΕΣΔΑ.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.