25 Σεπ 2018
Στην παρούσα υπόθεση (3413/09), η προσφεύγουσα, καθώς και άλλα μέλη της οικογένειάς της ζήτησαν να συμμετάσχουν σε δικαστική διαδικασία ως πολιτικώς ενάγοντες ζητώντας αποζημίωση για τον θάνατο του αδελφού της. Το 2007 ο κατηγορούμενος επρόκειτο να προσαχθεί σε δίκη ενώπιον του αρμοδίου Ποινικού Δικαστηρίου με την κατηγορία της επίθεση εκ προμελέτης και πρόκλησης σωματικής βλάβης με συνέπεια τον θάνατο του θύματος. Η προσφεύγουσα και οι υπόλοιποι πολιτικώς ενάγοντες άσκησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι το αδίκημα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως δολοφονία και ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να δικαστεί από ένα Ορκωτό Δικαστήριο. Την ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας, κατόπιν απόφασης του προεδρεύοντος δικαστή, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στην αίθουσα συνεδριάσεων, εκτός εάν αφαιρούσε τη μαντήλα της. Η προσφεύγουσα αρνήθηκε να συμμορφωθεί και δεν παρέστη στην ακροαματική διαδικασία. Κατόπιν, αμφισβήτησε ανεπιτυχώς την απόφαση αυτή ασκώντας αίτηση αναιρέσεως.
Βασιζόμενη στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι ο αποκλεισμός της από την αίθουσα συνεδριάσεων είχε παραβιάσει την ελευθερία της να εκφράζει τη θρησκευτική πίστη της. Η προσφυγή κατατέθηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ στις 24 Δεκεμβρίου 2008. Στις 22 Μαρτίου 2016 η βελγική κυβέρνηση υπέβαλε μονομερή δήλωση, την οποία το Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει.
Επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, η χρήση του hijab (μαντήλα που καλύπτει τα μαλλιά και τον λαιμό χωρίς να αποκαλύπτεται το πρόσωπο) μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη «παρακινημένη ή εμπνευσμένη από την θρησκεία ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις», το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αποβολή της προσφεύγουσας από την αίθουσα του δικαστηρίου με την αιτιολογία ότι αρνήθηκε να αφαιρέσει την μαντήλα της συνιστούσε «περιορισμό» στην άσκηση του δικαιώματός της να εκδηλώσει τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις. Ο σκοπός του περιορισμού αυτού, ο οποίος βασιζόταν στο άρθρο 759 του Δικαστικού Κώδικα και ο οποίος όριζε ότι τα πρόσωπα που εισέρχονται σε αίθουσα του δικαστηρίου οφείλουν να το πράττουν χωρίς να φέρουν καλύμματα κεφαλής, ήταν στην προκειμένη περίπτωση να εμποδιστεί συμπεριφορά που δεν έδειχνε σεβασμό προς το δικαστικό σώμα ή την ορθή διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας. Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο επιδιωκόμενος θεμιτός σκοπός ήταν η «προστασία της δημόσιας τάξης». Όσον αφορά στην αναγκαιότητα του περιορισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία, το ΕΔΔΑ διευκρίνισε καταρχάς ότι η ισλαμική μαντίλα ήταν κεφαλής και όχι, όπως στην περίπτωση της υπόθεσης S.A.S. κατά Γαλλίας, ένα ένδυμα το οποίο απέκρυπτε ολόκληρο το πρόσωπο με την πιθανή εξαίρεση των ματιών. Στη συνέχεια επισημάνθηκε ότι η προσφεύγουσα ήταν απλός πολίτης και όχι εκπρόσωπος του κράτους επιφορτισμένος με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Ως εκ τούτου δεν μπορούσε να δεσμεύεται, λόγω κάποιας επίσημης ιδιότητας, από κάποιο καθήκον περιορισμού στην δημόσια έκφραση των θρησκευτικών πεποιθήσεών της. Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ενώ ένα δικαστήριο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μέρος του «δημόσιου χώρου», σε αντίθεση π.χ. με τον χώρο εργασίας, δεν είναι, ωστόσο δημόσιος χώρος συγκρίσιμος με κάποιον δημόσιο δρόμο ή μια πλατεία. Ένα δικαστήριο αποτελεί πράγματι έναν «δημόσιο» θεσμό, στον οποίο ο σεβασμός της ουδετερότητας προς τις πεποιθήσεις θα μπορούσε να υπερισχύσει έναντι της ελεύθερης άσκησης του δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας, όπως συμβαίνει και με τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εν προκειμένω, όμως, ο σκοπός που επιδιωκόταν με τον αποκλεισμό της προσφεύγουσας από την αίθουσα του δικαστηρίου δεν ήταν η διατήρηση της ουδετερότητας του δημόσιου χώρου. Επομένως, το ΕΔΔΑ περιορίστηκε στην εξέταση του ζητήματος αν το μέτρο αυτό ήταν δικαιολογημένο από τον σκοπό της διατηρήσεως της τάξεως. Συναφώς υπενθύμισε ότι η συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά την είσοδό της στην αίθουσα του δικαστηρίου δεν ισοδυναμούσε με έλλειψη σεβασμού και δεν αποτελούσε - ή δεν μπορούσε να αποτελέσει - απειλή για την ορθή διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ανάγκη του επίμαχου περιορισμού δεν είχε αποδειχθεί επαρκώς και ότι η παραβίαση του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ελευθερία έκφρασης των θρησκευτικών της πεποιθήσεων δεν ήταν δικαιολογημένος σε μια δημοκρατική κοινωνία. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά είναι διαθέσιμο εδώ.