Αρχική σελίδα Αναζήτηση Sakkoulas-Online.gr
Αναζήτηση  |  Online Συνδρομές  |  Επικαιρότητα  |  Με μια ματιά  |  Σχετικά  |  Βοήθεια  |  Συχνές ερωτήσεις  |  Επικοινωνία  |  Sakkoulas.gr

Πρόσφατη νομολογία


 

18 Νοε 2019

ΕΔΔΑ 17.10.2019, López Ribalda κ.α. κατά Ισπανίας: Νόμιμη η παρακολούθηση υπαλλήλων που εντοπίστηκαν με κρυφές κάμερες να τελούν αξιόποινες πράξεις

Οι προσφεύγοντες τον Ιούνιο του 2009 εργάζονταν ως ταμίες σε κατάστημα αλυσίδας σούπερ μάρκετ της οικογένειας M.S.A. Η επιτήρηση πραγματοποιήθηκε από τον εργοδότη τους προκειμένου να διερευνήσει η πιθανότητα διενέργειας κλοπής εμπορευμάτων αφότου ο ελεγκτής του συγκεκριμένου καταστήματος είχε διαπιστώσει αναντιστοιχίες μεταξύ των αποθεμάτων και των πωλούμενων σε καθημερινή βάση εμπορευμάτων. Ο εργοδότης εγκατέστησε τόσο ορατές όσο και κρυφές κάμερες. Η εταιρεία ενημέρωσε τους εργαζομένους της για την εγκατάσταση των ορατών καμερών, αλλά όχι για τις κρυφές και έτσι οι υπάλληλοι ποτέ δεν ενημερώθηκαν ότι καταγράφονταν. Όλοι οι εργαζόμενοι που θεωρήθηκαν ύποπτοι κλοπής κλήθηκαν σε ξεχωριστές συναντήσεις, στις οποίες προβλήθηκαν ενώπιόν τους τα σχετικά βίντεο, τα οποία είχαν καταγράψει τους προσφεύγοντες να βοηθούν πελάτες, καθώς και άλλους συναδέλφους των να προβαίνουν σε κλοπή εμπορευμάτων, αλλά και να διαπράττουν και οι ίδιοι κλοπές. Οι προσφεύγοντες παραδέχτηκαν ότι συμμετείχαν στις κλοπές και κατόπιν απολύθηκαν από την επιχείρηση. Τρεις από τους πέντε προσφεύγοντες υπέγραψαν συμφωνία διακανονισμού αναγνωρίζοντας τη συμμετοχή τους στις κλοπές και αναλαμβάνοντας την δέσμευση να μην αμφισβητήσουν την απόλυσή τους ενώπιον των εργατικών δικαστηρίων, ενώ η εργοδότρια εταιρεία δεσμεύθηκε να μην κινηθεί ποινικά εναντίον τους. Οι άλλοι δύο προσφεύγοντες δεν υπέγραψαν συμφωνία. Τελικά όλοι οι προσφεύγοντες κινήθηκαν δικαστικά εναντίον της εταιρείας, αλλά οι απολύσεις τους έγιναν δεκτές τόσο σε πρώτο βαθμό από το Εργατικό Πρωτοδικείο, όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Καταλωνίας. Σχετική προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου επίσης απορρίφθηκε. Τα δικαστήρια δέχθηκαν ότι τα καταγεγραμμένα σε βίντεο αποδεικτικά στοιχεία είχαν ληφθεί νόμιμα. Βασιζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα δίκαιης δίκης) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν κρυφή παρακολούθηση μέσω βιντεοεπιτήρησης και την χρήση των προσωπικών τους δεδομένων από τα δικαστήρια προκειμένου τα τελευταία να διαπιστώσουν ότι οι απολύσεις τους ήταν νόμιμες. Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 28 Δεκεμβρίου 2012. Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε κατ’ αρχάς ότι η ισπανική κυβέρνηση υποστήριξε πως το κράτος δεν ήταν υπεύθυνο στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι οι επίδικες πράξεις είχαν διενεργηθεί από ιδιωτική εταιρεία. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι τα κράτη-μέλη είχαν θετική υποχρέωση σύμφωνα με την ΕΣΔΑ να λαμβάνουν μέτρα ικανά να διασφαλίσουν τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και, ως εκ τούτου, έπρεπε να εξετάσει εάν το κράτος-μέλος είχε εξασφαλίσει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων των προσφευγόντων και του εργοδότη. Σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο, οι ιδιώτες πρέπει να ενημερώνονται σαφώς για την συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, αλλά στην περίπτωση των προσφευγόντων δεν υπήρξε καμία τέτοια ειδοποίηση. Τα ισπανικά δικαστήρια είχαν κρίνει ότι αυτή η συλλογή και επεξεργασία δικαιολογούνταν με βάση τις εύλογες υποψίες διάπραξης κλοπής και επειδή δεν υπήρχε διαφορετικός τρόπος να παρασχεθεί επαρκής προστασία στα δικαιώματα του εργοδότη που να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα δικαιώματα των προσφευγόντων. Το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι δεν είχε διαπιστώσει παραβίαση στην υπόθεση Köpke κατά Γερμανίας, η οποία αφορούσε επίσης κρυφή βιντεοεπιτήρηση υπαλλήλου. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχε σαφήνεια στην εσωτερική νομοθεσία σχετικά με το ζήτημα και η παρακολούθηση ήταν περιορισμένη. Η παρακολούθηση στην υπόθεση αυτήν αφορούσε όλους τους υπαλλήλους για αρκετές εβδομάδες, κατά τη διάρκεια όλων των ωρών εργασίας. Το ΕΔΔΑ διαφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με την αναλογικότητα του μέτρου. Η επιτήρηση ήταν σύμφωνη με το ισπανικό δίκαιο, ιδίως ως προς την ειδοποίηση, και τα δικαιώματα του εργοδότη θα μπορούσαν να προστατευτούν με άλλα μέσα. Για παράδειγμα, η εταιρεία θα μπορούσε να παράσχει στους αιτούντες γενικές πληροφορίες σχετικά με την παρακολούθηση λαμβάνοντας υπόψη την ειδοποίηση που απαιτείται βάσει του νόμου περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν κατάφεραν να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των σχετικών δικαιωμάτων και υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 όσον αφορά τους προσφεύγοντες. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ εξέτασε κατά πόσον η χρήση του βιντεοσκοπημένου υλικού που αποκτήθηκε κατά παράβαση της ΕΣΔΑ καθιστούσε άδικη την εθνική διαδικασία στο σύνολό της. Επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την αυθεντικότητα των καταγγελιών σε εξέταση κατ’ αντιμωλίαν και ότι το βίντεοσκοπημένο υλικό δεν αποτελούσε το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο των αποφάσεων των δικαστηρίων, καθώς τα τελευταία βασίστηκαν επίσης σε καταθέσεις μαρτύρων. Το ΕΔΔΑ δεν έκρινε επίσης σκόπιμο να αμφισβητήσει τις κρίσεις των εθνικών δικαστηρίων ότι ήταν δυνατή η χρήση συμφωνιών συμβιβασμού τριών εκ των προσφευγόντων ως αποδεικτικών στοιχείων, έστω και αν είχαν ληφθεί μετά την προβολή των βιντεοσκοπήσεων. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν σταθμίσει την εγκυρότητα των εγγράφων και οι προσφεύγοντες είχαν την ευρεία ευκαιρία να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους έναντι αυτών. Συνολικά, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της διάταξης που κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Επίσης, απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την καταγγελία του πρώτου προσφεύγοντος σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας ή την εξέταση συγκεκριμένων περιστάσεων από τα δικαστήρια.

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα αγγλικά είναι διαθέσιμο εδώ.