13 Μαρ 2020
Η προσφεύγουσα είναι Ελληνίδα υπήκοος που γεννήθηκε το 1965 και κατοικεί στην Αθήνα. Τον Μάιο και τον Δεκέμβριο του 2007, η προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητά της ως συμβολαιογράφου, συνέταξε δύο συμβόλαια ανάμεσα στην Ελληνική Εταιρεία Ακινήτων και την Ιερά Μονή Βατοπεδίου, που προέβλεπαν την ανταλλαγή μέρους της λίμνης Βιστωνίδας, που ανήκε ήδη στο Μοναστήρι, αντί ακινήτων που ανήκουν στο ελληνικό κράτος. Τα συμβόλαια προέβλεπαν ειδικότερα ότι στην ιδιοκτησία της Μονής θα περιερχόταν έκταση 860,8 εκταρίων ευρισκόμενη στην Ουρανούπολη της Χαλκιδικής. Τον Σεπτέμβριο του 2008 σε σχετική αρθρογραφία των εφημερίδων έγινε λόγος για συναλλαγή που ευνοούσε την Μονή. Μετά από σχετική έρευνα, ο Αναπληρωτής Εισαγγελέας του Πρωτοδικείου Αθηνών άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά της προσφεύγουσας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου συμβολαιογράφων του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την κατηγορία της παραβίασης του συμβολαιογραφικού κώδικα. Στις 19 Φεβρουαρίου 2009, το πειθαρχικό συμβούλιο εξέδωσε την απόφασή του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω έκταση δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μεταβίβασης και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο, σε πενταμελή σύνθεση, κλήθηκε να αποφανθεί επί της οριστικής απαγόρευσης της προσφεύγουσας από την άσκηση του συμβολαιογραφικού λειτουργήματος. Στην απόφασή του της 19ης Απριλίου 2011, το Εφετείο έκρινε ότι η επίμαχη έκταση αποτελούσε μέρος ενός προστατευόμενου χώρου, χαρακτηρισμένου ως ιστορικού μνημείου. Έκρινε επίσης ότι η κοινή ιδιοκτησία δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο οποιασδήποτε συναλλαγής ή μεταβίβασης. Το Εφετείο έκρινε την προσφεύγουσα ένοχη για την διάπραξη δύο αδικημάτων: τη μεταβίβαση έκτασης που έχει καταχωρηθεί ως ιστορικό μνημείο, χωρίς, εξάλλου, να αποκλείονται από τη συναλλαγή δύο ιστορικά μνημεία Βυζαντινής περιόδου, τα οποία ήταν επίσης μη μεταβιβάσιμα και τη σύσταση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Σε βάρος της προσφεύγουσας διατάχθηκε προσωρινή απαγόρευση άσκησης των καθηκόντων της για μια περίοδο τεσσάρων μηνών για την πρώτη παράβαση και δύο μηνών για τη δεύτερη. Η προσφεύγουσα αναίρεση έφεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, ο οποίος ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου κατά το μέρος που αφορούσε την ίδρυση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, αλλά απέρριψε κατά τα λοιπά την αναίρεση. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι οι ποινές που της επιβλήθηκαν είχαν παραβιάσει ορισμένες διατάξεις του άρθρου 6 (δικαίωμα δίκαιης δίκης). Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 22 Οκτωβρίου 2012. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι εν προκειμένω εφαρμόζεται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Όσον αφορά το πρωτοβάθμιο όργανο, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε καταρχάς ότι στα πρακτικά της συνεδρίασης του πειθαρχικού συμβουλίου των συμβολαιογράφων δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι οι δικηγόροι του αιτούντος είχαν ζητήσει να συμμετάσχουν, αλλά είχαν στερηθεί αυτού του δικαιώματος. Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, σε περίπτωση που μια διοικητική αρχή δεν πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 § 1, δεν συντρέχει παραβίαση της ΕΣΔΑ εάν η υπόθεση εξετάστηκε εκ των υστέρων από δικαστικό όργανο με πλήρη δικαιοδοσία. Το ΕΔΔΑ επισημαίνει ότι το Εφετείο εξέτασε τους μάρτυρες και προχώρησε σε αναβολή της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστούν επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία. Η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει τους ισχυρισμούς που έκρινε πρόσφορους για την υπεράσπισή της. Οι ισχυρισμοί αυτοί εξετάστηκαν λεπτομερώς από το Εφετείο, το οποίο δεν υποχρεώθηκε να αρνηθεί τη δικαιοδοσία του να απαντήσει σε αυτούς ή να επαληθεύσει τα πραγματικά ή νομικά συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει το πειθαρχικό συμβούλιο. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προβάλλει καμιά καταγγελία ενώπιον του σχετικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στο Εφετείο. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το Εφετείο άσκησε επαρκώς διεξοδικό δικαστικό έλεγχο, με τον οποίο θεραπεύτηκαν οι προβαλλόμενες πλημμέλειες στη διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου των συμβολαιογράφων του Πρωτοδικείου Αθηνών. Όσον αφορά την επανεξέταση των αδικημάτων για τα οποία είχε κατηγορηθεί η προσφεύγουσα, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές είχαν κρίνει ότι η εν λόγω έκταση προστατεύεται από τις διατάξεις του ν. 3028/2002 για δύο λόγους. Πρώτον, αφενός ολόκληρη η περιοχή χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο με υπουργική απόφαση του 1965 και, αφετέρου, η περιοχή περιελάμβανε δύο ιστορικά μνημεία που καταχωρούνταν ως τέτοια με υπουργικές αποφάσεις του 1981 και του 1984. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο ακριβής προσδιορισμός της εν λόγω έκτασης δεν ήταν σαφής και ότι οι εθνικές αρχές είχαν χρησιμοποιήσει διαφορετική ορολογία σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Επιπλέον, το Εφετείο ανέβαλε την επί της ουσίας συζήτηση προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη της αρμόδιας αρχής σχετικά με την καταχώρηση της έκτασης. Εν πάση περιπτώσει, το ΕΔΔΑ αποδίδει αποφασιστική σημασία στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, κατά την οποία η υπόθεση της προσφεύγουσας εξετάστηκε πλήρως, από άποψη τόσο δικονομικού όσο και ουσιαστικού δικαίου. Αφού εξέτασε τον φάκελο του πρωτοβάθμιου οργάνου, το οποίο, εξάλλου, δεν είχε εκδώσει οριστική απόφαση και τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το Εφετείο εξέτασε τις παρατηρήσεις των δικηγόρων υπεράσπισης σε δημόσια συζήτηση. Αν υποτεθεί ότι το αδίκημα επανεξετάστηκε, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τους ισχυρισμούς για την άμυνά της στο Εφετείο. Εξάλλου, ουδεμία επανεξέταση των αδικημάτων για τα οποία κατηγορήθηκε η προσφεύγουσα έγινε ενώπιον του Εφετείου ή του Αρείου Πάγου. Τέλος, όσον αφορά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι η προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε ότι το πειθαρχικό συμβούλιο δεν επέτρεψε στους δικηγόρους της να προβάλουν τις αντιρρήσεις τους μετά από τις προτάσεις του εισαγγελέα. Στην απόφασή του της 5ης Ιουνίου 2012, ο Άρειος Πάγος περιορίστηκε να δηλώσει ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προβάλει το επιχείρημα ότι η αίτηση του δικηγόρου της να μιλήσει ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου είχε απορριφθεί και, για τον λόγο αυτό, ο εν λόγω ισχυρισμός έπρεπε να απορριφθεί. Συναφώς, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι αυτό το συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με τα αποδεικτικά στοιχεία της εκτεταμένης αναπτύξεως του λόγου αυτού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συζήτησης που οδήγησαν στην απόφαση 8/2010 του Εφετείου. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι είχε προβληθεί το ίδιο επιχείρημα ενώπιόν του και ότι είχε ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Εφετείο είχε ασκήσει επαρκή και διεξοδικό δικαστικό έλεγχο, αποκαθιστώντας έτσι τις προβαλλόμενες πλημμέλειες στη διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου των συμβολαιογράφων, περιλαμβανομένης της άρνησης του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου να επιτρέψει στους δικηγόρους της προσφεύγουσας να παρασταθούν. Έτσι, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ.
Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στα γαλλικά είναι διαθέσιμο εδώ.