8 Μαρ 2021
Τα διοικητικά δικαστήρια, ως δικαστήρια ουσίας, δεν δύνανται να ακυρώσουν πράξη για λόγους αναγόμενους στη νομιμότητα ή την επάρκεια της αιτιολογίας της, αλλά οφείλουν να ερευνήσουν τα ίδια εάν στοιχειοθετείται ή όχι η παράβαση και να δεχθούν ή να απορρίψουν εν όλω ή εν μέρει, τελικά, κατά τη δική τους ουσιαστική κρίση την προσφυγή, συνεκτιμώντας τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, τα οποία νομίμως μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης. Μάλιστα, στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη πράξη, όπως αυτή συμπληρώνεται από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων η από 17.1.2013 έκθεση αυτοψίας του ΚΕΠΠΕ, προκύπτουν τα αναγκαία κατά τις διατάξεις των ν. 1650/1986 και 4042/2012 πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την επίδικη παράβαση, και, επομένως, η πράξη αυτή αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς σε κάθε περίπτωση. Από τα ίδια ως άνω στοιχεία, ιδίως δε από τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην προαναφερόμενη έκθεση αυτοψίας, σε συνδυασμό με τις ομολογίες του προσφεύγοντος Δήμου, προκύπτει ότι ο τελευταίος, κατά το χρόνο διενέργειας του ένδικου ελέγχου (17.1.2013), λειτουργούσε τον επίδικο χώρο ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμάτων (ΧΑΔΑ), τούτο δε είχε ως συνέπεια τη ρύπανση του περιβάλλοντος από την ύπαρξη έντονης δυσοσμίας εξαιτίας της συσσώρευσης μεγάλου όγκου αστικών απορριμμάτων και λυματολάσπης εντός και εκτός του χώρου και τη συνακόλουθη δημιουργία ανθυγιεινής εστίας (χωρίς μάλιστα να προκύπτει η κατά τον ένδικο χρόνο παράλληλη λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος από τη λειτουργία του εν λόγω χώρου, πέραν των αντιπυρικών), τα απόβλητα ενδέχεται, ακόμη και αν έχουν αποθηκευτεί προσωρινά, όπως εν προκειμένω, να προκαλέσουν σημαντικές βλάβες στο περιβάλλον. Η δε ανεπαρκής λειτουργία των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦοΔΣΑ) της Περιφέρειας Πελοποννήσου και ο προκαλούμενος από αυτήν σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία που αναφερόταν σε προηγούμενες διοικητικές πράξεις ή διοικητικά έγγραφα, καθώς και η τυχόν ευθύνη της Περιφέρειας Πελοποννήσου, στην οποία ανατέθηκε με την 3372/378/13.1.2012 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου η ωρίμανση και υλοποίηση των έργων αποκατάστασης ΧΑΔΑ των οποίων έπαυσε η λειτουργία, δεν συνιστούσε άνευ ετέρου αδυναμία του προσφεύγοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο για εξεύρεση άλλης λύσης προς αντιμετώπιση του ζητήματος που είχε προκύψει με την προσωρινή παύση λειτουργίας άλλου ΧΑΔΑ, στο πλαίσιο δηλαδή της όλως προσωρινής αρμοδιότητας διαχείρισης των στερεών αποβλήτων από τον ίδιο βάσει της αρχής της επικουρικότητας, με αποκλειστικό σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας, ούτε αναιρεί τη σχετική ευθύνη του για την επιλογή της επίμαχης λύσης, αφού αυτός ήταν ο προσωρινός φορέας της σχετικής αρμοδιότητας διαχείρισης των αποβλήτων κατά τα ανωτέρω και, επομένως, αυτός προέβαινε στην περιγραφόμενη από την προσβαλλόμενη πράξη και την οικεία έκθεση αυτοψίας παραβατική συμπεριφορά. Περαιτέρω, εφόσον διαπιστωθεί η τέλεση παραβάσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, οι εφαρμοστέες διατάξεις καθιερώνουν δέσμια αρμοδιότητα και όχι διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να επιβάλει την επίμαχη χρηματική κύρωση, αρκεί δε η διαπίστωση της παράβασης της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Τέλος, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ως προς το 230/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, με το οποίο απαλλάχθηκε ο Δήμαρχος Τριφυλίας είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αναπόδεικτος, καθώς δεν προσκομίζεται το εν λόγω βούλευμα, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί εάν αφορά στο ίδιο αδίκημα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και στον ένδικο εν προκειμένω χρόνο, αν και σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει ταυτότητα του προσώπου έναντι του οποίου κινήθηκε τόσο η ποινική όσο και η διοικητική διαδικασία, αφού το ανωτέρω επικαλούμενο βούλευμα αφορά στο νόμιμο εκπρόσωπο του προσφεύγοντος και όχι τον ίδιο. Ο προσφεύγων Δήμος υπέπεσε στην ένδικη παράβαση, είναι δε νόμιμη η επιβολή του προστίμου σε βάρος του, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και της δημόσιας υγείας, το ύψος του προστίμου είναι εύλογο, αναγκαίο δε και πρόσφορο ως μέτρο, και δεν είναι ιδιαιτέρως υψηλό αναφορικά με το ανώτερο ποσό των 2.000.000 ευρώ, που προβλέπεται από τη σχετική διάταξη του άρθρου 30 του ν. 1650/1986, αφενός λόγω της σοβαρότητας της παράβασης, αφετέρου λόγω της υποτροπής του προσφεύγοντος.