20 Φεβ 2024
Με την κρινόμενη προσφυγή η προσφεύγουσα ζήτησε να ακυρωθούν οι 2.504 συμπληρωματικές καταλογιστικές πράξεις της Προϊσταμένης Διεύθυνσης του Α΄ Τελωνείου Θεσσαλονίκης, με κάθε μία εκ των οποίων: α) η προσφεύγουσα χαρακτηρίστηκε συνυπαίτια για τις περιγραφόμενες στις πράξεις αυτές παραβάσεις λαθρεμπορίας, β) επιβλήθηκαν σε βάρος της πολλαπλά τέλη για τις παραβάσεις αυτές, σε ποσοστό 10% επί του συνόλου ποσού των επιβληθέντων πολλαπλών τελών, το οποίο, κατά την τελωνειακή αρχή, αντιστοιχεί στο ποσοστό συνυπαιτιότητάς της για τη φερόμενη ως διαπραχθείσα λαθρεμπορία, γ) κηρύχθηκε συνυπεύθυνη για την καταβολή του συνολικού ποσού των ανωτέρω πολλαπλών τελών και δ) καταλογίστηκε σε βάρος της, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους λοιπούς συνυπαίτιους, το ποσό του διαφυγόντος φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) κάθε διασάφησης εισαγωγής. Δεδομένου ότι η απάντηση στους προβαλλόμενους με την ένδικη προσφυγή λόγους απαιτεί ερμηνεία διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, το Δικαστήριο ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης και διατύπωσε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: 1. Σε περίπτωση που γεννώνται βάσιμες επιφυλάξεις για το εάν η δηλωθείσα ως δασμολογητέα αξία εισαχθέντων εμπορευμάτων είναι η πραγματική συναλλακτική αξία τους, αλλά κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της συναλλακτικής αξίας βάσει των μεθόδων των περ. α΄ και β΄ των άρθρων 30 παρ. 2 του Κανονισμού 2913/92 και 74 παρ. 2 του Κανονισμού 952/2013, διότι αφενός τα εμπορεύματα έχουν διαφύγει της κατάσχεσης και άρα είναι αδύνατος ο φυσικός έλεγχός τους, αφετέρου η περιγραφή τους στα συνοδευτικά της διασάφησης εισαγωγής δικαιολογητικά είναι γενικόλογη και ασαφής, είναι συμβατή με τις διατάξεις των ανωτέρω Κανονισμών διοικητική πρακτική, σύμφωνα με την οποία χρησιμοποιούνται, στο πλαίσιο της «επαγωγικής μεθόδου» που προβλέπεται στις εν λόγω διατάξεις, ως βάση για τον προσδιορισμό της συναλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων οι λεγόμενες «τιμές-κατώφλια», οι οποίες ορίζονται στο σύστημα Automated Monitoring Tool (AMT) του Union Anti-Fraud Programme (ΑFIS) και καθορίζονται μέσω στατιστικών μεθόδων; 2. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, είναι επιτρεπτή η χρήση των ως άνω «τιμών-κατώφλια» στο πλαίσιο οποιασδήποτε άλλης από τις μεθόδους που περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του Κανονισμού 2913/92 και 74 παρ. 1 έως 3 του Κανονισμού 952/2013 (ιδίως ενόψει της εύλογης ελαστικότητας που πρέπει να διακρίνει την εφαρμογή της «εφεδρικής μεθόδου» του άρθρου 31 του Κανονισμού 2913/92 και του άρθρου 74 παρ. 3 του Κανονισμού 952/2013 και της ρητής απαγόρευσης καθορισμού της δασμολογητέας αξίας βάσει ελάχιστων δασμολογητέων αξιών);. 3. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης και στα δύο ως άνω ερωτήματα, γίνεται ανεκτός από το ενωσιακό δίκαιο ο μη καταλογισμός του διαφυγόντος Φ.Π.Α. σε βάρος εισαγωγέα, ο οποίος διαπιστώνεται εκ των υστέρων ότι έχει εισάγει (και μάλιστα συστηματικώς) εμπορεύματα με τιμές χαμηλότερες εκείνων που προσδιορίζονται ως ελάχιστες εμπορικώς βιώσιμες τιμές, εφόσον οι τελωνειακές αρχές αδυνατούν να προσδιορίσουν, κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο, τη δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων με οποιαδήποτε από τις μεθόδους που περιγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του Κανονισμού 2913/92 και 74 παρ. 1 έως 3 του Κανονισμού 952/2013, ή μήπως επιτρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ως τελευταία καταφυγή, ο καταλογισμός τους βάσει των στατιστικώς προσδιοριζόμενων ελάχιστων αποδεκτών τιμών; 4. Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο δεύτερο ή στο τρίτο από τα ως άνω ερωτήματα: Οι στατιστικώς προσδιοριζόμενες ελάχιστες τιμές πρέπει να αντιπροσωπεύουν εισαγωγές που έχουν γίνει κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τις ελεγχόμενες εισαγωγές και, αν ναι, ποιο είναι το μέγιστο ανεκτό χρονικό διάστημα που μπορεί να απέχουν οι εισαγωγές που χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή στατιστικού αποτελέσματος από τις ελεγχόμενες εισαγωγές; 5. Σε περίπτωση θετικής απάντησης σε οποιοδήποτε από τα τρία πρώτα ερωτήματα ως προς τη χρησιμοποίηση των «τιμών-κατώφλια» για τον προσδιορισμό των συναλλακτικών αξιών των εισαγόμενων εμπορευμάτων: Σε περίπτωση που κατά την εισαγωγή έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 81 του Κανονισμού 2913/92 και στο άρθρο 177 του Κανονισμού 952/2013 διαδικασία απλούστευσης της κατάρτισης των τελωνειακών διασαφήσεων με σύμπτυξη των κωδικών TARIC των εμπορευμάτων, συνάδει με την αρχή της απαγόρευσης προσδιορισμού αυθαίρετων ή πλασματικών δασμολογικών αξιών διοικητική πρακτική, σύμφωνα με την οποία η δασμολογητέα αξία όλων των εμπορευμάτων που εισάγονται με κάθε διασάφηση εισαγωγής υπολογίζεται βάσει της «τιμής-κατώφλι», που προσδιορίζεται για το συγκεκριμένο προϊόν, ο κωδικός TARIC του οποίου έχει αναγραφεί στη διασάφηση εισαγωγής, επειδή η τελωνειακή αρχή θεωρεί ότι δεσμεύεται, βάσει και του άρθρου 222 παρ. 2 περ. β΄ του Κανονισμού 2015/2447, από τη σύμπτυξη που έχει κάνει ο εισαγωγέας, ή αντιθέτως πρέπει να προσδιορίζεται η τιμή κάθε προϊόντος με βάση τη δική του δασμολογική κλάση ακόμη και αν ο κωδικός δεν αναγράφεται στη διασάφηση εισαγωγής, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος καταλογισμού αυθαίρετων δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων;».