26 Φεβ 2020
Στις περιπτώσεις βεβαίωσης προστίμου λόγω παράνομης στάθμευσης οχήματος, προβλέπεται ειδική διαδικασία κοινοποίησης της αντίστοιχης πράξης στον παραβάτη και συγκεκριμένα στον οδηγό του παρανόμως σταθμευμένου οχήματος στις περιπτώσεις που ο τελευταίος απουσιάζει και δεν δύναται το όργανο που βεβαίωσε την παράβαση να επιδώσει την πράξη άμεσα στον παραβάτη, με την τοποθέτηση της έκθεσης βεβαίωσης παράβασης στον ανεμοθώρακα του οχήματος, η οποία επέχει θέση επίδοσης αυτής καθώς και κλήσης του παραβάτη προς υποβολή αντιρρήσεων, ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι ουδέποτε του επιδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις αναποδείκτως προβάλλεται εκ μέρους του και, ως εκ τούτου, είναι απορριπτέος δεδομένου και του πλήθους των παραβάσεων που, εν προκειμένω, ανέρχονται σε ογδόντα οκτώ καθώς και των διαφορετικών υπηρεσιών που βεβαίωσαν αυτές, όπως επίσης και των διαφορετικών οργάνων των υπηρεσιών αυτών που υπογράφουν τις σχετικές πράξεις βεβαίωσης παράβασης και επιβολής προστίμου. Συνεπώς, η κρινόμενη προσφυγή, η οποία στρέφεται κατά πράξεων που βεβαιώθηκαν τα έτη 2007 έως και 2012 και ασκήθηκε στις 15.07.2016, ήτοι τέσσερα και πλέον έτη μετά τη νόμιμη κοινοποίηση των ως άνω πράξεων παρίσταται εκπρόθεσμη. Τούτο διότι όπως προκύπτει από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 66 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 2717/1999 (Α-97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η προθεσμία των εξήντα ημερών για την άσκηση προσφυγής κατά επιδοτέας κατά νόμο πράξης άρχεται από τη σύννομη κοινοποίηση αυτής και μόνο, ελλείψει τέτοιας κοινοποίησής, από την πλήρη γνώση του περιεχομένου της πράξης. Επομένως, η προσφυγή είναι για τον λόγο αυτόν απορριπτέα ως απαράδεκτη. Άλλωστε, και αν ακόμη δεν ετίθετο ζήτημα εκπροθέσμου της προσφυγής και πάλι η προσφυγή πρέπει ν’ απορριφθεί. Τούτο διότι, κατά τα παγίως κριθέντα, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου προσφυγής περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης πριν από την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξης, απαιτείται παράλληλη αναφορά των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε προς τη Διοίκηση, αν είχε κληθεί προηγουμένως. Κατ’ επέκταση, ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη προσφυγή σχετικός λόγος είναι ομοίως απορριπτέος, προεχόντως, ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν παραθέτει τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς που θα είχε προβάλει ή τα στοιχεία που θα είχε προσκομίσει ενώπιον της Διοίκησης (Τροχαία – Δημοτική Αστυνομία), εάν είχε κληθεί σε ακρόαση κατά τη διοικητική διαδικασία, σχετικώς με κάθε μία από τις βεβαιωθείσες εις βάρος του παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τα οποία (στοιχεία) θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στη διαμόρφωση των προσβαλλόμενων πράξεων.