31 Δεκ 2020
Ο Εισαγγελέας Εφετών Πατρών δέχτηκε εν μέρει την προσφυγή κατά της ΔιατΕισΠρΠατρ 269/2020 και διέταξε την άσκηση ποινικής δίωξης για την πράξη της απιστίας κατ’ εξακολούθηση και της άμεσης συνέργειας σε αυτήν, η περιουσιακή ζημία εκ της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ.
Στην προκειμένη υπόθεση, ο εγκαλούμενος δικηγόρος είχε αναλάβει για λογαριασμό των εγκαλούντων, δυνάμει συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, να αγοράσει ακίνητα, συνάπτοντας παράλληλα για το σκοπό αυτό συμβάσεις χορήγησης τραπεζικών δανείων.
Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών είχε εκδώσει απορριπτική διάταξη, καθώς είχε κρίνει ότι, ο εγκαλούμενος ως διαχειριστής δεν είχε κάνει κατάχρηση της εξουσίας του, αφού είχε ενημερώσει τους εγκαλούντες για το ύψος του δανείου, καθώς και του τιμήματος αγοράς των ακινήτων.
Ο Εισαγγελέας Εφετών έκρινε ότι το σκεπτικό αυτό τυγχάνει αυθαίρετο, καθώς η ενημέρωση δεν ήταν πλήρης και σαφής ως προς τις ουσιώδεις προδιαγραφές των ακινήτων, οι οποίες καθορίζουν την εμπορική τους αξία και τη δυνατότητα μελλοντικής αξιοποίησης τους, στην οποία απέβλεπαν οι εγκαλούντες. Επιπλέον, η διαφορά της εμπορικής από την αντικειμενική αξία που αναγραφόταν στο συμβόλαιο ανερχόταν στο ιδιαιτέρως μεγάλο ποσό των 1.914.740,11 ευρώ. Ωστόσο, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συναίνεσης των εγκαλούντων, ή εκ των υστέρων έγκρισης, για την καταβολή του πρόσθετου αυτού κρυφού τιμήματος. Έτσι, δεν υπήρξε έγγραφη ενημέρωσή τους, ούτε καταρτίστηκε αντέγγραφο όπως συνηθίζεται στη συναλλακτική πρακτική. Μάλιστα, το ποσό αυτό καταβλήθηκε από τους αγοραστές, όχι απευθείας στις πωλήτριες εταιρίες, αλλά στον διαχειριστή δικηγόρο, ο οποίος δεν συνδεόταν μαζί τους τρόπον τινά, με φιλική σχέση ή συγγενικό δεσμό. Οι δε αγοραστές, διαβιώντας μόνιμα και δραστηριοποιούμενοι επαγγελματικά αποκλειστικά στις ΗΠΑ, δεν αποδεικνύεται ότι ήταν ενήμεροι για την ακολουθούμενη στην Ελλάδα συναλλακτική πρακτική να καταβάλλεται ένα μέρος του τιμήματος εκτός συμβολαίου. Συνακόλουθα, ο Εισαγγελέας Εφετών έκρινε ότι ο διαχειριστής ενήργησε κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης, ενώ τελούσε σε γνώση της ζημιάς που προκλήθηκε, αφού τα αγορασθέντα ακίνητα είχαν υπερτιμηθεί και οι εντολείς του επιβαρύνθηκαν με υπέρογκα δάνεια για την αποπληρωμή τους.
Πάντως, η προσβαλλόμενη διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών επικυρώθηκε ως προς τις κρίσεις της για τα έτερα δύο αδικήματα για τα οποία είχε υποβληθεί έγκληση. Έτσι, κρίθηκε ότι δεν χώρησε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών από τους εγκαλουμένους, ούτε παραπλάνηση των εγκαλούντων, στοιχεία που απαιτούνται για την πραγμάτωση του εγκλήματος της απάτης. Ειδικότερα, η αρχική συμφωνία αγοράς ακινήτων με την ταυτόχρονη λήψη δανείων, δεν συνιστά πράξη εξαπάτησης, υπό τη μορφή της παράστασης ψευδών γεγονότων σαν αληθινών. Επίσης, η παροχή πληρεξουσιότητας προς τον πρώτο εγκαλούμενο δεν συνιστά περιουσιακή διάθεση από την οποία επήλθε άμεσα βλάβη στην περιουσία των εγκαλούντων. Επισημαίνεται δε ότι, η αμεσότητα συνιστά ουσιώδες στοιχείο της περιουσιακής διάθεσης στην πράξη της απάτης, υπό την έννοια ότι, από τη συμπεριφορά στην οποία παρακινείται ο πλανώμενος, θα πρέπει να επέρχεται άμεσα μεταβολή της περιουσίας του.
Ομοίως κρίθηκε ότι, δεν στοιχειοθετείται η πράξη της παράνομης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αφού δεν εισφέρθηκε ούτε προέκυψε κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει ότι τα χρήματα που κατέθεσε ο εγκαλούμενος προήλθαν από την τέλεση αξιόποινων πράξεων και, συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός τυγχάνει αόριστος και προδήλως αναπόδεικτος.