21 Μαΐ 2025
Χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης σε οικονομικά και κοινωνικά ευπαθείς κατηγορίες προσώπων, που δεν δύνανται να εξασφαλίσουν τα μέσα διαβίωσής τους και να φροντίσουν τον εαυτό τους∙ οι διατάξεις της Π3α/Φ.18/ΓΠ/οικ.63731/2008 Υ.Α ερμηνευόμενες υπό το φως των άρθρων 4 παρ. 1, 21 παρ. 2, 3 και 6 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, στην ειδικότερη περίπτωση των εμμέσως ασφαλισμένων που λαμβάνουν το επίδομα τυφλότητας και εν συνεχεία καθίστανται συνταξιούχοι λόγω θανάτου του μέλους της οικογένειάς τους εκ του οποίου έλκουν το δικαίωμά τους, έχουν την έννοια ότι το άθροισμα της σύνταξής τους και του προνοιακού επιδόματος που αντιστοιχεί στην νέα ιδιότητά τους ως συνταξιούχων δεν δύναται να υπολείπεται του – καθορισθέντος από τον νομοθέτη ως αναγκαίου για την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης με γνώμονα το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας - ποσού του προνοιακού επιδόματος που ελάμβαναν ως έμμεσα ασφαλισμένοι, δεδομένου και ότι μόνη η νέα τους ιδιότητα δεν επάγεται πρόσθετα ωφελήματα ή πλεονεκτήματα, ικανά να αντισταθμίσουν την μείωση του λαμβανόμενου ποσού. Δέχεται εν μέρει την έφεση κατά το μέρος με το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή του εκκαλούντος ως προς το δικαίωμά του για τη διαφορά μεταξύ της προβλεπόμενης από τις οικείες διατάξεις οικονομικής ενίσχυσης του άρθρου 5 ν.1904/1951 και της σύνταξης που λαμβάνει κατά μεταβίβαση λόγω θανάτου του πατέρα του, δεδομένου ότι η υπαγωγή του, ως δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας όρασης, από την κατηγορία του εμμέσως ασφαλισμένου στην κατηγορία του συνταξιούχου (λόγω θανάτου του αμέσως ασφαλισμένου πατέρα του) είχε ως συνέπεια την δραστική μείωση του μηνιαίου επιδόματος των 697 ευρώ που ελάμβανε, στο μηνιαίο ποσό των 362 ευρώ, ήτοι ο εκκαλών, υπαγόμενος σε κατηγορία κατά την οποία δικαιούται, εκτός της οικείας προνοιακής, και ασφαλιστική παροχή, περιέρχεται σε θέση δυσμενέστερη εν σχέσει με αυτήν του δικαιούχου μόνης της προνοιακής παροχής, με επακόλουθο να υπονομεύεται η δυνατότητα στοιχειώδους διαβίωσής του∙ πλην όμως, πρέπει να διασφαλισθεί πως πρέπει να λαμβάνει ως συνταξιούχος και ως δικαιούχος του οικείου επιδόματος, το συνολικό ποσό που εδικαιούτο ως απλός επιδοματούχος έμμεσα ασφαλισμένος∙ ούτως, κρίνει πως το πρωτοδικείο έσφαλε ως προς την κρίση του κατά την οποία ο εκκαλών δεν δικαιούται την διαφορά μεταξύ της σύνταξής του και του επιδόματος τυφλότητας που προβλέπεται για τους άνεργους και τους έμμεσα ασφαλισμένους, ώστε αυτός να συνεχίζει να λαμβάνει το τελευταίο ποσό μηνιαίως, ενώ κατά τα λοιπά ορθά κρίθηκε ότι ο εκκαλών δεν δικαιούται και τα δύο ως άνω ποσά αθροιστικά, δυνατότητα που αποκλείεται από την εφαρμογή των οικείων διατάξεων.