17 Ιουν 2024
Το αιτούν δικαστήριο (Tallinna Halduskohus, διοικητικό δικαστήριο του Τάλιν, Εσθονία) υπέβαλε στο ΔΕΕ αίτηση προδικαστικής απόφασης στο πλαίσιο της δίκης Roheline Kogukond MTÜ, Eesti Metsa Abiks MTÜ, Päästame Eesti Metsad MTÜ, Sihtasutus Keskkonnateabe Ühendus κατά Keskkonnaagentuur (οργανισμού περιβάλλοντος, Εσθονία), με αντικείμενο την άρνηση του οργανισμού περιβάλλοντος να κάνει δεκτό το αίτημα των προαναφερθεισών ενώσεων για πρόσβαση σε ορισμένα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση της εθνικής στατιστικής δασικής απογραφής. Ειδικότερα, περιεχόμενο της αίτησης προδικαστικής απόφασης συνιστά η ερμηνεία του άρθρου 2, σημ. 1, στοιχ. αʹ και βʹ, του άρθρου 4 §1, εδ. α’, στοιχ. δ’ και §2 εδ. α’, στοιχ. α’, β’ και η’ και του άρθρου 8 της Οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες. Η Σύμβαση του Aarhus (άρθρο 4) περιλαμβάνει ειδικότερες διατάξεις για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, όπως επίσης και για τους λόγους απόρριψης ενός αιτήματος για περιβαλλοντικές πληροφορίες. Από την αίτηση προδικαστικής απόφασης προκύπτει, αφενός, ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την άρνηση παροχής προς πλείονες ενώσεις, δραστηριοποιούμενες στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, πρόσβασης στα στοιχεία τοποθεσίας των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή δεδομένων με σκοπό την κατάρτιση εθνικής στατιστικής δασικής απογραφής στην Εσθονία, και, αφετέρου, ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω διαφοράς, συζητείται, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της εμβέλειας πολλών εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης στις περιβαλλοντικές πληροφορίες που προβλέπει η Οδηγία 2003/4. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 2 σημ. 1 στοιχ. α’ της Οδηγίας 2003/4/ΕΚ για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της Οδηγίας 90/313/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι τα στοιχεία τοποθεσίας των μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων που χρησιμοποιούνται για την περιοδική συλλογή δεδομένων, με σκοπό την κατάρτιση εθνικής στατιστικής δασικής απογραφής, συνιστούν, μαζί με τα συλλεγόμενα από τις εν λόγω μονάδες δεδομένα, με τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, περιβαλλοντικές πληροφορίες κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης. Επιπλέον, το άρθρο 4 της Οδηγίας 2003/4 έχει την έννοια ότι τα στοιχεία τοποθεσίας μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων που χρησιμοποιούνται για την περιοδική συλλογή δεδομένων με σκοπό την κατάρτιση εθνικής στατιστικής δασικής απογραφής δεν αποτελούν ημιτελές υλικό ή ημιτελή έγγραφα και δεδομένα, κατά την έννοια της §1 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ’ του άρθρου αυτού ή περιβαλλοντικές πληροφορίες των οποίων η δημοσιοποίηση θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των διαδικασιών των δημόσιων αρχών, ενώ η απορρέουσα από τη δημοσιοποίηση των στοιχείων τοποθεσίας υποβάθμιση της αξιοπιστίας των δεδομένων που χρησιμεύουν ως βάση για την κατάρτιση μιας τέτοιας δασικής απογραφής, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις διεθνείς σχέσεις κατά την έννοια της §2, εδ. α, στοιχ. β’ του εν λόγω άρθρου ή την προστασία του περιβάλλοντος στο οποίο αναφέρονται οι ζητούμενες πληροφορίες, κατά την έννοια της §2, εδ. α’, στοιχ. η’, εφόσον οι κίνδυνοι αυτοί είναι ευλόγως προβλέψιμοι και όχι αμιγώς υποθετικοί. Τέλος, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το άρθρο 8 §1 της Οδηγίας 2003/4 έχει την έννοια ότι μια διοικητική αρχή δεν μπορεί να αρνηθεί, αποκλειστικά και μόνο βάσει της διάταξης αυτής, να δημοσιοποιήσει στο κοινό τα στοιχεία τοποθεσίας μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση εθνικής στατιστικής δασικής απογραφής, ενώ η αιτιολογική σκέψη 21 της Οδηγίας 2003/4 έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή νομική βάση για τη δημοσιοποίηση στο κοινό των στοιχείων τοποθεσίας μόνιμων δειγματοληπτικών μονάδων που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή δεδομένων με σκοπό την κατάρτιση εθνικής στατιστικής δασικής απογραφής.