13 Μαρ 2024
Το αιτούν Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας, διερωτάται, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς, αν είναι δυνατόν η ιδιότητα του υποκειμένου στον φόρο και, κατά συνέπεια, το δικαίωμα έκπτωσης του καταβληθέντος ΦΠΑ επί των εισροών να μην αναγνωριστούν σε εταιρία, η οποία διενεργεί υποκείμενες στον ΦΠΑ πράξεις, χωρίς όμως να πραγματοποιεί τουλάχιστον το προβλεπόμενο στην επίμαχη ιταλική νομοθεσία κατώτατο όριο εσόδων, εφόσον η εταιρία δεν αποδείξει ότι η πραγματοποίηση εσόδων άνω του κατώτατου αυτού ορίου δεν κατέστη δυνατή λόγω αντικειμενικών περιστάσεων. Ειδικότερα, η αίτηση προδικαστικής απόφασης αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 9 § 1 και του άρθρου 167 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας -οδηγία ΦΠΑ-, καθώς και των αρχών της ουδετερότητας του φόρου προστιθέμενης αξίας, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου. Το ΔΕΕ απεφάνθη ότι το άρθρο 9 § 1 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια της μη στέρησης της ιδιότητας του υποκειμένου στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) προσώπου, το οποίο, κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης φορολογικής περιόδου, διενεργεί πράξεις υποκείμενες στον ΦΠΑ, η οικονομική αξία των οποίων υπολείπεται του προβλεπόμενου στην εθνική νομοθεσία κατώτατου ορίου που ισούται με την ευλόγως αναμενόμενη απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού τα οποία διαθέτει το εν λόγω πρόσωπο. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 167 της οδηγίας 2006/112 και οι αρχές της ουδετερότητας του ΦΠΑ και της αναλογικότητας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας ο υποκείμενος στον φόρο στερείται του δικαιώματος έκπτωσης του καταβληθέντος ΦΠΑ επί των εισροών, λόγω του ποσού στο οποίο ανέρχονται οι υποκείμενες στον ΦΠΑ πράξεις εκροών που διενήργησε και το οποίο θεωρείται ανεπαρκές.