13 Οκτ 2023
Η Δημοκρατία της Πολωνίας, αναθέτοντας στο πειθαρχικό τμήμα του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία), του οποίου η ανεξαρτησία και η αμεροληψία δεν είναι εγγυημένες, την εξουσία εκδίκασης υποθέσεων που επηρεάζουν άμεσα το καθεστώς και την άσκηση του λειτουργήματος των δικαστών και των βοηθών δικαστών, όπως, αφενός, οι αιτήσεις χορήγησης έγκρισης για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά δικαστών και βοηθών δικαστών ή για τη σύλληψή τους και, αφετέρου, οι υποθέσεις εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων που αφορούν δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) και οι υποθέσεις που αφορούν τη συνταξιοδότηση των εν λόγω δικαστών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Επίσης, η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 107, παράγραφος 1, σημεία 2 και 3, του ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001, όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 20ής Δεκεμβρίου 2019, και το άρθρο 72, παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3, του ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), όπως τροποποιήθηκε με τον προμνησθέντα νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, βάσει των οποίων είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως πειθαρχικό παράπτωμα ο έλεγχος της πλήρωσης των απαιτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Περαιτέρω, η Δημοκρατία της Πολωνίας θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 42a, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 55, παράγραφος 4, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, όπως τροποποιήθηκε με τον προμνησθέντα νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, το άρθρο 26, παράγραφος 3, και το άρθρο 29, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως τροποποιήθηκε με τον εν λόγω νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, το άρθρο 5, παράγραφοι 1a και 1b, του ustawa – Prawo o ustroju sądów administracyjnych (νόμου περί οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων), της 25ης Ιουλίου 2002, όπως τροποποιήθηκε με τον ίδιο νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, καθώς και το άρθρο 8 του τελευταίου αυτού τροποποιητικού νόμου, τα οποία απαγορεύουν σε όλα τα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν την πλήρωση των απαιτήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης περί διασφάλισης ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 26, παράγραφοι 2 και 4 έως 6, και το άρθρο 82, παράγραφοι 2 έως 5, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως τροποποιήθηκε με τον προμνησθέντα νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, καθώς και το άρθρο 10 του τελευταίου αυτού τροποποιητικού νόμου, το οποίο προβλέπει την αποκλειστική αρμοδιότητα του Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych Sądu Nawyższego (τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων) του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) να εξετάζει τις αιτιάσεις και τα νομικά ζητήματα που άπτονται της έλλειψης ανεξαρτησίας ορισμένου δικαστηρίου ή δικαστή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης. Τέλος, η Δημοκρατία της Πολωνίας, θεσπίζοντας και διατηρώντας σε ισχύ το άρθρο 88a του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων, όπως τροποποιήθηκε με τον προμνησθέντα νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, το άρθρο 45, παράγραφος 3, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως τροποποιήθηκε με τον εν λόγω νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, και το άρθρο 8, παράγραφος 2, του νόμου περί της οργανώσεως των διοικητικών δικαστηρίων, όπως τροποποιήθηκε με τον ίδιο νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019, προσέβαλε το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία γʹ και εʹ, στο άρθρο 6, παράγραφος 3, και στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων).
ΔΕΕ της 5.6.2023, C-204/21, προσφυγή, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πολωνίας - Πλήρες κείμενο »